Δεν έχεις, Όλυμπε, θεούς, μηδέ λεβέντες η Όσσα, ραγιάδες έχεις, μάννα γη, σκυφτούς για το χαράτσι, κούφιοι και οκνοί καταφρονούν τη θεία τραχιά σου γλώσσα, των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι…
(Κωστής Παλαμάς)

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

Αναμνήσεις από τους Βαλκανικούς πολέμους

Η μάχη του Σαρανταπόρου (9-10 Οκτωβρίου 1912)

Αναμνήσεις από τους Βαλκανικούς πολέμους

Ο Ιωάννης Τσαγγαρίδης πολέμησε στους Βαλκανικούς πολέμους ως ανθυπασπιστής του ιππικού. Τα παρακάτω αποσπάσματα είναι από το ημερολόγιό του:

Μάχη του Σαρανταπόρου:
Η μάχη εξηκολούθησε μέχρι της 9ης νυκτερινής. Από της 6ης μ.μ. έβρεχε καθ’ όλην την νύκτα. Επί τέλους οι Τούρκοι κατελήφθησαν υπό πανικού. Υπεχώρησαν εν πρωτοφανή αταξία. Αλλά δεν μπορούσε να εξακολουθήση αυτό το παιγνίδι. Ημείς να τους κυνηγώμεν και εκείνοι να φεύγουν. Και γι’ αυτό διετάχθη από της ενάρξεως της μάχης η 4η Μεραρχία να τους υπερκεράση. Δηλαδή διά καταλλήλου κινήσεως κατελήφθησαν τα υψώματα τα ευρισκόμενα προς την έξοδον των Τούρκων. Και ούτω το ποθούμενον αποτέλεσμα επήλθε. Πανικός, μα τι πανικός ακατάσχετος τους κατέλαβε τους δυστυχείς. Οι Τούρκοι πυροβοληταί απέζευξαν τα κανόνια και ίππευσαν τα άλογα διά να σωθούν. Αλλά πώς; Η έξοδος του στενωπού ήτο κατειλημμένη! Σας διαβεβαιώ ότι ουδέποτε είδον τοιούτον θέαμα. Είκοσι τέσσερα πυροβόλα καινουργή εγκατελείφθησαν εις την διάθεσίν μας με όλα των τα εξαρτήματα και πυρομαχικά. Δηλαδή 6 πυροβολαρχίαι πλήρεις αιχμαλωτίσθησαν.
Από αιχμαλώτους τι να σας γράψω, που κάθε μέρα μαζεύουμε; Έχουμε ως τώρα 18 αξιωματικούς και 700 στρατιώτας αιχμαλώτους. Οι νεκροί των υπερβαίνουν τους 1.000. Εκ των ημετέρων ετραυματίσθησαν σοβαρώς 23 αξιωματικοί και 600 νεκροί και τραυματίαι.

Στα Σέρβια Κοζάνης:
Όλος ο στρατός μας τρώγει αρνιά ψητά από τα τούρκικα. Αποθήκαι κριθής, σίτου, χόρτου, αλεύρων, ζαχάρεως, η αποθήκη πολεμοφοδίων των Σερβίων εις τας χείρας μας. Τέλος πάντων ο πόλεμος είναι ιερός, καλός σωτήριος, αλλά και καταστρεπτικός. Μετά πολλής δυσκολίας συγκρατούμεν τους στρατιώτας μας από τας λεηλασίας. Αλλ’ ενίοτε αδυνατούμεν και να τους συγκρατήσωμεν. Και τούτο προέρχεται εκ της τακτικής των Τούρκων. Διότι κατά την υποχώρησίν των σφάζουν τους άοπλους Χριστιανούς των διαφόρων χωρίων. Εδώ στα Σέρβια έσφαξαν τρεις ιερείς, τον δάσκαλον και 70 άλλους, μεταξύ των οποίων οι 40 ήσαν φυλακισμένοι. Ε! Μόλις μπήκαμε στην πόλι και είδαν οι στρατιώται τα πτώματα αμέσως έσπασαν τας θύρας των τουρκικών οικιών και αφού ελεηλάτησαν το παν, έθεσαν πυρ εις μερικά σπίτια.

Στην Κοζάνη:
Περί την 4ην μ.μ. αφίκετο εν Κοζάνη ο Βασιλεύς μετά του πρίγκηπος Γεωργίου. Ε! Υψώσατε εις το τετράγωνον την γενομένην εις ημάς υποδοχήν και αν δυνηθείτε φαντασθείτε την γενομένην υποδοχήν. Αφού μας έσφαξαν μια κότα και την εμαγείρευσαν, ητοίμασαν το δείπνον. Φάγαμε θαυμάσια. Ήπιαμε καφέ, που είχα 52 μέρες να τον ιδώ και ανεπαύθημεν εις καθαρώτατα στρώματα. Ο νοικοκύρης εδάκρυσεν εκ χαράς και ηυχαρίστει τον Θεόν διότι τον ηξίωσεν να συμφάγη με Έλληνας αξιωματικούς.
Βγάλαμε το χιτώνιόν μας, τα πιστόλια μας,τα σπαθιά μας και τέλος τις μπότες μας, κουβεντιάζοντας με τους οικοδεσπότας και επεριμέναμε να φύγουν διά να βγάλουμε και το παντελόνι μας να κοιμηθούμε. Αλλ’ η οικοδέσποινα μετά της μητρός της δεν έφευγον. Εις παράκλησίν μας δε όπως απομακρυνθούν, διότι ηθέλομεν να ησυχάσωμεν, μας είπον ότι το ηννόησαν, αλλά επερίμεναν να εκδυθώμεν διά να μας σκεπάσουν. Σκάσαμε στα γέλια.

Στη Βέροια:
Εφθάσαμεν περί της 3ην μ.μ. Πόλις καλή. Σαν την Λευκωσία σχεδόν, εάν εξαιρέσει τις τους δρόμους της Λευκωσίας. Εν ολίγοις πόλις Τουρκική. Έχει 16.000 κατοίκους, εξ ων 7.000 Έλληνες. Οι λοιποί Τούρκοι και Εβραίοι. Υποδοχή κάπως ψυχρά. Βλέπετε, πλεονάζουν οι Τούρκοι και φοβούνται οι Έλληνες μήπως επανέλθουν υπό τον τουρκικόν ζυγόν και τιμωρηθώσι διά την εκδήλωσιν των αισθημάτων των. Εν τούτοις είναι άξιοι πάσης μομφής. Διότι ημείς θυσιαζόμεθα γι’ αυτούς και ώφειλον να μας περιποιηθούν περισσότερον.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΣΑΓΓΑΡΙΔΗΣ: “ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ”
Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, Επιμέλεια: Κ. ΔΑΦΝΗ

***  
Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων ο Μαρίνος Γερουλάνος υπηρέτησε ως αρχίατρος στον ελληνικό στρατό.

Στον Γιδά (Αλεξάνδρεια Ημαθίας):
Εις τον Γιδά εφθάσαμεν αργά το εσπέρας υπό συνεχή βροχή. Εις την μικράν αίθουσαν ή μάλλον εις τον μικρόν απεριποίητον χώρον του σταθμού, ευρίσκοντο ο Βασιλεύς Γεώργιος, η Πριγκίπισσα Αλίκη και άλλοι της ακολουθίας του Βασιλέως. Το Στρατηγείον ευρίσκετο εις τα πρόσω, προ της Θεσσαλονίκης, όπου είχε μετακινηθή μετά τη μάχη των Γιαννιτσών. Η ατμόσφαιρα εντός του μικρού δωματίου, το οποίο εφωτίζετο αμυδρώς από μίαν κρεμαστή λάμπα πετρελαίου, ήτο πνιγηρά. Όλοι ήσαν σιωπηλοί, σκυνθρωποί. Ο Βασιλεύς εις τον οποίον αμέσως επαρουσιάσθην και έδωσα αναφορά του σκοπού της αποστολής μου, περιεπάτει ανήσυχος. Η Πριγκίπισσα Αλίκη εκάθητο επάνω εις μερικούς σάκκους εις μίαν γωνίαν. Οι λοιποί, όρθιοι, ως εάν ανέμενον εις τον προθάλαμον βαρέως πάσχοντος! Εν τέλει επληροφορήθην το αίτιον της γενικής ταύτης δυσθυμίας. Ο Διάδοχος μετά του Στρατού ευρίσκετο προ της Θεσσαλονίκης. Υπήρχε φόβος ότι οι Τούρκοι δεν θα παρέδιδον την πόλιν αμαχητί, ενώ υπήρχον ειδήσεις ότι τμήμα βουλγαρικού στρατού κατήρχετο προς Θεσσαλονίκην και θα κατελάμβανεν πιθανώς την πόλιν προ του ημετέρου. Ήσαν ώραι σκληράς αναμονής. Η αγωνία ευτυχώς διελύθη διά της παραδόσεως της πόλεως εις τον Διάδοχον πριν ή φθάσουν οι Βούλγαροι.

Στη Βέροια:
Αι ενδιαφέρουσαι αφηγήσεις του Μανωλάκη μας εκράτησαν αγρύπνους και πέραν του μεσονυκτίου. Εις τας αφηγήσεις ταύτας ανήκει και εν ανέκδοτόν του. Μας αφηγείτο ότι οι Έλληνες πρόκριτοι διετήρουν πάντοτε αρίστας σχέσεις με τους Τούρκους πασάδες. Μέχρι των τελευταίων ημερών προ της εισόδου του Ελληνικού Στρατού εις Βέροιαν, προσήρχοντο εις το Διοικητήριον όπου ο Διοικητής τους μετέδιδεν τας ειδήσεις εκ του μετώπου και περιέγραφεν τας “νίκας” του τουρκικού στρατού. Οπότε ο Μανωλάκης, εις μίαν τοιαύτην συνάντησιν, αστεϊζόμενος, παρετήρησεν:
-Δεν φαντάζεσαι, πασά μου, πόσο χαίρω ότι νικά διαρκώς ο στρατός μας, ένα μόνο δεν καταλαβαίνω, διατί νικάμε όλο πλιο κοντά εδώ;

Στη Θεσσαλονίκη:
Έφθασε το μεσονύκτιον και μόνον αφού παρεδόθη και ο τελευταίος τραυματίας, εσκέφθημεν τι θα κάμωμεν και ημείς. Ήτο νύκτα, σκότος, ευρισκόμεθα σχεδόν μόνοι εις τον σταθμόν εις άγνωστον υπό εχθρικού στρατού μέχρι της χθες κατεχομένην πόλιν, με εχθρικόν πληθυσμόν, όταν μας πλησιάζει καλοενδεδυμένος μεσήλιξ κύριος ο οποίος απευθυνόμενος προς εμέ ερωτά πού εσκεπτόμεθα να κατευθυνθώμεν. Του απήντησα, παρακαλών να μας οδηγήση εις τι ξενοδοχείον. “Ούτε εις την είσοδον ξενοδοχείου θα δυνηθήτε να εισέλθετε”, μας απαντά, “όλα είναι υπερπλήρη από στρατιωτικούς, αλλά αν επιθυμήτε, να έλθετε να μείνετε σπίτι μου”. Ενόμιζα μήπως ήτο παλαιός ασθενής μου, όστις με ανεγνώρισεν και τον ηρώτησα σχετικώς: “Όχι, δεν σας γνωρίζω”, απήντησεν. Έβλεπεν Έλληνες υγειονομικούς και ήθελεν να τους εξυπηρετήση. Του συνεστήθημεν και τον ευχαριστήσαμεν αποδεχόμενοι την ευγενή πρόσκλησίν του.
(…)
Ο οικοδεσπότης μάς ηρώτησεν εάν είχομεν να φάγωμεν από πολλού και μας παρεκάλεσε να υπομείνωμεν ολίγον ακόμη έως ότου ετοιμάσουν κάτι. Εν των μεταξύ, έφερεν καφέν και γλυκό και ενεφανίσθη ηλικιωμένη κυρία με τη συνήθη τοπικήν ενδυμασίαν. Αποτεινόμενος προς αυτήν, είπον:
-Πολύ λυπούμαι διότι τοιαύτην ώραν, περασμένα μεσάνυκτα, ήλθομεν να σας ανησυχήσωμεν.
Και εκείνη μου απαντά:
-Μπα, παιδάκι μου, ημείς πεντακόσια χρόνια σας επεριμέναμε και τώρα λέτε πως μας ανησυχείτε;

ΜΑΡΙΝΟΣ ΓΕΡΟΥΛΑΝΟΣ “ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ (1867-1957) ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ  

http://maccunion.wordpress.com/2012/10/26/%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%BC%CE%BD%CE%AE%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%82-%CE%B2%CE%B1%CE%BB%CE%BA%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%8D%CF%82-%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%AD/    


2 σχόλια:

SITALKIS είπε...

Ωραίο αφιέρωμα...

Βιβλιόφιλος είπε...

Πραγματικά! Εκείνο που με προβληματίζει είναι ότι εμείς μεν από τους παππούδες μας έχουμε αναμνήσεις που μας κάνουν υπερήφανους, τα εγγόνια μας όμως τι αναμνήσεις θα έχουν από εμάς;