Δεν έχεις, Όλυμπε, θεούς, μηδέ λεβέντες η Όσσα, ραγιάδες έχεις, μάννα γη, σκυφτούς για το χαράτσι, κούφιοι και οκνοί καταφρονούν τη θεία τραχιά σου γλώσσα, των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι…
(Κωστής Παλαμάς)

Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2014

Η ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΩΝ ΧΩΡΙΩΝ ΤΟΥ ΚΑΜΠΟΥ ΤΗΣ ΝΑΟΥΣΑΣ

Επισκοπή Νάουσας

Μια εξαιρετική εργασία για τις τοπικές ενδυμασίες των χωριών του κάμπου της Νάουσας από τον εκπαιδευτικό και συγγραφέα Χρήστο Ζάλιο, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΝΙΑΟΥΣΤΑ τεύχος 138 (Ιανουάριος –Απρίλιος 2012).
ΔΕΕ

Η ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ 
ΤΩΝ ΧΩΡΙΩΝ ΤΟΥ ΚΑΜΠΟΥ ΤΗΣ ΝΑΟΥΣΑΣ
Του Χρήστου Σ. Ζάλιου


Στις αρχές του 20ου αιώνα, πριν τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922 και την έλευση των Ποντίων, στα χωριά του κάμπου της Νάουσας οι ντόπιοι κάτοικοι διατηρούσαν πολύ ζωντανά τα δικά τους ήθη και έθιμα. Η παραδοσιακή φορεσιά των κατοίκων και ειδικά η γυναικεία επίσημη φορεσιά, ήταν αυτή που έχει καταγραφεί από τους ερευνητές ως «παραδοσιακή φορεσιά Επισκοπής».
Η εντυπωσιακή αυτή φορεσιά βέβαια δεν ανήκε μόνο στην Επισκοπή όπου πιθανότατα την εντόπισε για πρώτη φορά κάποιος από τους παλιούς ερευνητές και έτσι της έμεινε ο χαρακτηρισμός «φορεσιά Επισκοπής», αλλά στους κατοίκους μιας ομάδας 12 περίπου χωριών που αποτελούν τα χωριά του κάμπου της Νάουσας. Τα χωριά του κάμπου της Νάουσας στις αρχές του 20ου αιώνα ήταν : Λευκάδια (Γκολισιάνι), Κοπανός (Άνω Κοπανός), Χαρίεσσα (Κάτω Κοπανός), Μαρίνα (Τσαρμορίνοβο), Πολλά νερά (Φέτιστα), Επισκοπή, Πολυπλάτανος (Βοδενιώτικη Βέτσιστα), Αγγελοχώρι (Βέτσιστα), Ζερβοχώρι, Μονόσπιτα, Στενήμαχος (Χωροπάνι), Γιαννακοχώρι (Γιαννάκοβο) και Άγιος Γεώργιος (Γιάντσιστα) που ανήκει στη Βέροια.
Μέχρι πρόσφατα τα περισσότερα από αυτά τα χωριά ανήκαν στους Καποδιστριακούς Δήμους, Ανθεμίων και Ειρηνούπολης. Σήμερα μετά την εφαρμογή του Καλλικράτη διοικητικά ανήκουν και πάλι όπως παλιά στο δήμο της Νάουσας, ενώ εκκλησιαστικά αρκετά από αυτά ανήκουν στη μητρόπολη Εδέσσης.
Στα χωριά οι γυναίκες του σπιτιού ασχολούνταν όλο το χρόνο με τις αγροτικές ή κτηνοτροφικές εργασίες της οικογένειας. Όταν δεν είχαν εργασία στα χωράφια, ασχολούνταν με τον αργαλειό, το πλέξιμο και το κέντημα.
Έπρεπε από νωρίς να ετοιμάσουν την προίκα των νεαρών κοριτσιών της οικογένειας, καθώς και τα δώρα για τους συγγενείς των μελλοντικών γαμπρών. Έραβαν πουκάμισα, φουστανέλες, μαντήλια, πετσέτες, έπλεκαν κάλτσες, ποδιές και έφτιαχναν στον αργαλειό ζιλιά και βελέντζες για το μελλοντικό τους σπίτι.
Η παραδοσιακή φορεσιά κατά την Αγγελική Χατζημιχάλη διακρίνεται ανάλογα με τη χρήση της σε καθημερινή, γιορτινή και νυφική, ανάλογα με την ηλικία, δηλαδή κόρη, νύφη, νιόπαντρη, παντρεμένη χρόνια, ηλικιωμένη για τις γυναίκες και αντίστοιχα για τους άνδρες και ανάλογα με την κοινωνική τάξη.

Οι γυναικείες φορεσιές χωρίζονται σε τρεις βασικές κατηγορίες:
1. Οι φορεσιές με το σιγκούνι 
2. Οι φορεσιές με το καβάδι 
3. Οι φορεσιές με το φουστάνι.

Οι αντρικές φορεσιές χωρίζονται σε δύο βασικές κατηγορίες:
1. Η φουστανέλα 
2. Η βράκα.

Η παραδοσιακή γυναικεία φορεσιά των χωριών του κάμπου της Νάουσας (που έγινε γνωστή ως φορεσιά Επισκοπής) είναι μια ιδιαίτερη και πολύ εντυπωσιακή φορεσιά της Μακεδονίας του 18ου - 19ου αιώνα.
Αποτελείται από πολλά κομμάτια και εξαρτήματα και ξεχωρίζει για τα πλούσια κεντήματα και την ποιότητα των υφασμάτων της. Τα κορίτσια έπαιρναν ως προίκα όλο τον αναγκαίο ρουχισμό για κάθε περίσταση και ηλικία.
Πλούσιες και φτωχές κόρες προικίζονταν με ρούχα και σκεπάσματα που αρκούσαν για να περάσουν όλη τους τη ζωή και περίσσευαν αφόρετα για να τα δώσουν προίκα στις κόρες τους. Πολλά από αυτά τα κατασκεύαζαν μόνες τους στον αργαλειό, τα χρυσά όμως κεντήματα στα φουστάνια, τους επενδύτες και τους κεφαλόδεσμους τα έφτιαχναν άνδρες ραφτάδες από τη Νάουσα, τη Βέροια και την Έδεσσα.

Η γυναικεία φορεσιά

Η γυναικεία φορεσιά των χωριών του κάμπου της Νάουσας ανήκει στις φορεσιές με καβάδι και αποτελείται από :

Πουκάμισο (κουσούλι)

Αυθεντικό γυναικείο πουκάμισο 
με ποδόγυρο από τα Λευκάδια

Το γυναικείο κεντημένο πουκάμισο (βιζάνο κουσούλι) κατασκευάζεται από αγοραστό βαμβακερό πανί και έχει συρραμμένο κεντητό ποδόγυρο από βαμβακερό πουκάμισο του αργαλειού. Το πουκάμισο που φορούσαν οι ελεύθερες κοπέλες ήταν υφαντό (γκολένι παλαζότσε). Το ύφασμα με το οποίο το έφτιαχναν οι κοπέλες το ασπρίζανε και το ράβανε μόνες τους.

Πουκάμισο Επισκοπής από το ψηφιακό αρχείο 
του Λυκείου των Ελληνίδων

Τα μανίκια του ήταν μακριά και μπροστά στο στήθος είχε άνοιγμα με κέντημα γύρω - γύρω και κάτω δυο φύλλα κεντημένα στον αργαλειό και ενωμένα με ραφή. Το πουκάμισο της νύφης ήταν το ίδιο, αλλά με περισσότερα χρυσά κεντίδια στο τελάρο.

Καβάδι

Καβάδι Επισκοπής, από το ψηφιακό αρχείο 
του Λυκείου των Ελληνίδων

Το καβάδι φοριέται πάνω από το πουκάμισο και κάτω από τον σαγιά. Καλύπτει το πουκάμισο αφήνοντας να φαίνονται μόνο τα κεντήματα στον ποδόγυρο και στην τραχηλιά. Είναι από κάμποτο υφαντό άσπρο, με μια φάσα από με­ταξωτό ή βελούδο γύρω στον ποδόγυρο και στα μακριά του μανίκια. Το μάκρος του φτάνει μέχρι τα κεντίδια του πουκάμισου. Για την κατασκευή του χρησιμοποιούσαν άσπρο αργαλίσιο πανί μαζί με ένα άλλο ύφασμα συνήθως ριγωτό για να στολιστεί στα μέρη που φαίνονται κάτω από το σαγιά.

Σαΐκ (Μανικωτός χειμωνιάτικος επενδύτης)

Σαϊκ Χειμωνιάτικος σαγιάς Επισκοπής, 
 από το ψηφιακό αρχείο του Λυκείου των Ελληνίδων

Ο χειμωνιάτικος σαγιάς (Σαΐκ), φοριέται πάνω από το καβάδι και είναι υφα­ντός στον αργαλειό. Στο μήκος είναι λίγο πιο κοντός απ' το καβάδι και ανοιχτός στο στήθος για να φαίνεται η τραχη­λιά. Αυτός που φοριόνταν από τις ηλικιωμένες ήταν μαύρος με χρυσοκέντημα γύρω από το άνοιγμα κι είχε μανίκια κοντά γυρισμένα στο κάτω μέρος σαν ρεβέρ, καλυμμένα με επίρραπτο κόκκινο βαμβακερό πανί (μπουχασί).
Ο σαγιάς που φορούσαν οι νύφες ήταν άσπρος, κεντημένος στο χέρι με πολύχρωμες κλωστές. Τα πλαϊνά του σαγιά (οι πόλιες) που εί­χαν χρωματιστά κεντίδια πάνω σε άσπρο κάμποτο, τα σήκωναν και τα σκάλωναν στη μέση πίσω στο ζωνάρι.

Σαγκία (Μανικωτός καλοκαιρινός επενδύτης)

Αυθεντική Σαγκία σε σκούρο 
μπλε χρώμα από τα Λευκάδια

Σαγκία, είναι ο καλοκαιρινός σαγιάς που φοριέται πάνω από το καβάδι και είναι φτιαγμένος με το ίδιο ύφασμα και στο ίδιο σχέδιο με τον χειμωνιάτικο, το σαΐκ.
Τα μανίκια έχουν άνοιγμα 5εκ., ώστε τα μανικέτια τους να γυρίζουν προς τα έξω και να φαίνονται. Ως προέκταση των μανικιών πολλές φορές χρησιμοποιούσαν επίρραπτα μανίκια από σαγιά. Η καθημερινή καθώς και η γιορτινή Σαγκία ήταν σε χρώμα μπλε σκούρο ενώ η νυφιάτικη ήταν άσπρη.

Μανίκια

Τα πρόσθετα μανίκια από σαγιά φθάνουν ως λίγο πάνω από τον αγκώνα και έχουν πλαϊνό άνοιγμα 15εκ. Είναι φτιαγμένα από χοντρό, αργαλίσιο βαμβακερό πανί, ντυμένο στο μεγαλύτερο μέρος του με λεπτό μάλλινο εμπριμέ ύφασμα.

Ζωνάρι (ομπρεγκάτς), φοριέται στη μέση πάνω απ’ το σαγιά και είναι υφαντό στον αργαλειό.

Η ποδιά (πριγκάτς) είναι μάλλινη, φτιαγμένη από δύο φύλλα υφάσματος ενωμένα οριζόντια, έτσι που το μήκος του υφάσματος γίνεται φάρδος της ποδιάς. Στο πάνω μέρος της είναι στριφωμένη κατά 5 εκ. για να περνά το κορδόνι με το οποίο η ποδιά δένεται γύρω από τη μέση. Φοριέται πάνω από το ζωνάρι, δένεται στην κάτω άκρη του ζωναριού και είναι κοντή πάνω απ' το γόνατο με κρόσσια γύρω - γύρω και διάφορα σχέδια φτιαγμένα στον αργαλειό.

Γυναικεία ποδιά Επισκοπής

Γυναικεία ποδιά Λευκαδίων

Ζευγάρι μανίκια από σαγιά, Επισκοπής, 
από το ψηφιακό αρχείο του Λυκείου των Ελληνίδων

Κάρπα Επισκοπής, από το ψηφιακό αρχείο 
του Λυκείου των Ελληνίδων

Τραχηλιά (ογκαρλία), είναι με­ταξωτή, υφαντή, συνήθως άσπρη κεντημένη στο χέρι. Μπαίνει στο άνοιγμα του σαγιά στο στήθος κάτω απ' το κα­βάδι.
Κάρπα ή γουμπιλέν (μαντίλι κεφαλής), είναι το άσπρο νυφιάτικο μαντίλι υφασμένο από τις γυναίκες και κεντημένο στον αργαλειό. Η κάρπα τυλιγόταν γύρω από το καλπάκι, που ήταν τοποθετημένο λοξά πάνω στο κεφάλι.
Η μαντήλα που διπλωμένη σε τρί­γωνο ήταν ριγμένη στους ώμους και οι άκρες της έμπαιναν μέσα στη ζώνη.
Το κολάνι μπαίνει στη μέση πάνω από το ζωνάρι και αποτελείται από μια ζώνη από μαύρο βελούδο με χρυ­σό κέντημα και πούλιες, που μπροστά δένεται με ασημένιες πόρπες (πάχτες). Τα κολάνια είναι μαλαμοκαπνισμένα, σφυρήλατα και με εντυπωσιακή διακόσμηση.

Κεφαλοκάλυμμα

Το κεφαλοκάλυμμα είναι ένα από τα βασικά εξαρτήματα της ντόπιας γυναικείας φορεσιάς των χωριών του κάμπου της Νάουσας. Η νέα κοπέλα έβαζε το καλπάκι για πρώτη φορά στον γάμο της και μετά το φορούσε και ως παντρεμένη γυναίκα στις επίσημες εκδηλώσεις και τις γιορτές.
Το καλπάκι ή κατσούλα, το κάλυμμα του κεφαλιού της νέας κοπέλας είναι κόκκινο φεσάκι, μυτερό, στερεωμένο με στενή λουρίδα πάνινη κάτω απ' το λαιμό και σκαλωμένη στα μαλλιά για να μη φύγει. Έβαζαν επίσης ένα μεγάλο φλουρί στο μέτωπο.
Μαζί με την πάνινη λουρίδα περνούσαν κάτω από το λαιμό και μια ή δύο σειρές χάντρες (γκοστνίτσες).

Νιόνυμφη απο την Επισκοπή.

Νιόνυμφη από τη Χαρίεσσα. 
(φωτ.αρχείο Μ.Π. Σύλλογος 
“ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ” Χαρίεσσας)

Σωτήρης Δάϊος και Γουγουλέφα Βασιλική 
από τον Κοπανό

Πετρούλα και Βασίλης Τρούπκος 
από τη Χαρίεσσα 
(φωτ.αρχείο Μ.Π. Σύλλογος 
“ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ” Χαρίεσσας)

Οι αρραβωνιασμένες φορούσαν δεξιά κι αριστερά πολύχρωμα λουλούδια, φρέσκα το καλοκαίρι, ψεύτικα το χειμώνα. Οι νέες αργότερα φορούσαν και τσεμπέρι που το έδεναν στο πλάι.

Αρραβωνιασμένες από τη Χαρίεσσα 
(φωτ.αρχείο Μ.Π. Σύλλογος 
“ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ” Χαρίεσσας)

Αρραβωνιασμένες από Αγγελοχώρι και Χαρίεσσα.

Αρραβωνιασμένες από την Επισκοπή

Αρραβωνιασμένοι από τα Λευκάδια. 
Από αριστερά διακρίνονται οι : 
Δημητρούση Αναστασία, Δημητρούσης Γιάννης, 
Δρενοβιάδης Αντώνης, Δρενοβιάδου Ευαγγελία.

Η Βιργινία Βάντση από τον Κοπανό 
με το καλπάκι τυλιγμένο με άσπρη μαντίλα

Οι παντρεμένες και οι νύφες φορούσαν το καλπά­κι ή κατσούλι μυτερό, οι νέες και οι αρραβωνιασμένες στολισμένο με λου­λούδια και οι ηλικιωμένες σκεπασμένο με μια άσπρη μαντήλα, που έδενε κάτω απ' το λαιμό.

Νυφική φορεσιά (φωτ. Ημαθία Ερατεινή 2003)

Σε δημοσίευση του λαογράφου Γεράσιμου Καψάλη στο Δελτίον της Λαογραφικής Εταιρείας το 1917, περιέχεται το παρακάτω απόσπασμα που αναφέρεται στον κεφαλόδεσμο της γυναικείας φορεσιάς :
Οι παντρεμένες γυναίκες που ζουν στα χωριά (όπου οι κάτοικοι μιλούν εκτός της ελληνικής και το σλαβοφανές τοπικό ιδίωμα) γύρω από τη λίμνη των Γενιτσών, φορούν πάνω στο κεφάλι κάλυμμα που καταλήγει σε μυτερό κόκκινο φεσάκι, όταν τις ρωτάνε για το σχήμα και το χρώμα του κεφαλόδεσμου, απαντούν όπως και οι γυναίκες του Ρουμλουκιού, ότι είναι προνόμιο που δόθηκε στις προγόνους τους από το Μέγα Αλέξανδρο για την ανδρεία που έδειξαν σε κάποια μάχη, στην οποία οι άνδρες δείλιασαν! Ακόμη αναφέρεται ότι : Οι Βούλγαροι κομιτατζήδες κατά τη δράση τους στη Μακεδονία πριν το 1912, μεταχειρίστηκαν κάθε μέσο βίας και πειθούς για να πετύχουν την κατάργηση του συγκεκριμένου κεφαλόδεσμου, αλλά η περήφανη επιμονή των γυναικών αυτών των χωριών, έχοντας συνείδηση της ελληνικής καταγωγής τους και περηφάνια γιαυτήν, υπερίσχυσε των απειλών των κομιτατζήδων (Καψάλης, 1917).

Το πίσω μέρος της νυφικής φορεσιάς 
(φωτ. Ημαθία Ερατεινή 2003)

Η τράκμα, φοριέται πάνω απ' το μέτωπο γύρω στο κεφάλι και είναι μια φαρδιά φάσα από σαγιά, κεντημένη όλη στο τελάρο με χρυσοκλωστή και άλ­λες πολύχρωμες κλωστές. Είναι ακόμη στολισμένη με καρφίτσες που τα κεφαλάκια τους έχουν σχήματα από λουλούδια ή πε­ταλούδες.

Τσουράπια

Τσουράπια

Οι κάλτσες που φορούσαν ήταν μάλλινες, πλεχτές, άσπρες ή πολύχρωμες με πολλά κεντήματα. Στο τελείωμά τους είχαν κορδόνι για να δένονται κάτω από το γόνατο.

Παπούτσια δερμάτινα, δετά μπροστά, με λίγο τακούνι, που έβαζαν μέσα κάποιο υλικό για να τρίζουν (τριζάτα).

Κοσμήματα
Κοσμήματα φορούσαν τα κιουστέκια (κιοστέκ) που ήταν ασημένιες αλυσίδες κρεμασμένες από τη μέση και πιασμένες με ασημένιες παραμάνες. 

Κόσμημα κεφαλής από το ψηφιακό αρχείο 
του Λυκείου των Ελληνίδων

Στο λαιμό στην τραχηλιά, φορούσαν γκιορντάνια με φλουριά που συνήθως ήταν δώρο του γαμπρού. Ακόμη φορούσαν βραχιόλια και σκουλαρίκια. 

Κόσμημα μέσης από το ψηφιακό αρχείο 
του Λυκείου των Ελληνίδων

Στη μέση έβαζαν το κολάνι (στενή, βελούδινη, κεντημένη ζώνη) που μπροστά έκλει­νε με ασημένιες, σκαλιστές πόρπες (πάχτες).

Αντρική φορεσιά

Η φορεσιά με τη φουστανέλα

Η παλαιότερη αντρική φορεσιά είναι αυτή με τη φουστανέλα. Αποτελείται από το πουκάμισο που γίνεται φουστανέλα, το άσπρο μπινιβρέκι, τις κάλτσες, το ζουνάρι, το γιλέκο που είναι είτε ανοικτό μπροστά είτε σταυρωτό, το πανωφόρι (φλοκάτα[1] - τζουμπές[2] - σουλτούκο[3]) και το φέσι.

Κάτοικοι Λευκαδίων με την παραδοσιακή φορεσιά
έχοντας βγει για Ρουγκάτσια το 1953

Το πουκάμισο είναι κεντημένο με πο­λύχρωμα κεντίδια στο γιακά, στα μανίκια και μπροστά στο κούμπωμα. Το πουκάμισο αυτό ήταν μακρύ ως κάτω από τα γόνατα και προς τα κάτω φάρδαινε αρκετά (με δώδεκα φύλλα) ώστε φορώντας το ζωνάρι να γίνεται φουστανέ­λα.

Γεώργιος Μπουφέλας από τα Λευκάδια 
με την παραδοσιακή φουστανέλα, το 1842.

Μικρά παιδιά με την παραδοσιακή φορεσιά. 
Φουστανέλα, σταυρωτό γιλέκο, τσουράπια. 
Αγγελοχώρι 1934

Η παλαιότερη απεικόνιση που γνωρίζουμε με την παραδοσιακή φουστανέλα, είναι αυτή του Γεώργιου Μπουφέλα κατοίκου Λευκαδίων.
Πληροφορίες για τον Γεώργιο Μπουφέλα έχουμε από κείμενο που υπάρχει σε τοιχο­γραφία της δυτικής εσωτερικής πλευράς του Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου, στη Νάουσα. Ο αγιογράφος έχει απεικονίσει και τη μορφή του Γ. Μπουφέλα, ο οποίος όπως μαθαίνουμε από το κείμενο με δικά του χρήματα συνέβαλε στο να γίνει η αγιογράφηση του Ναού. Ο ιδρυτής έμεινε μέχρι το θάνατό του σε ένα μικρό κελί κάτω από το γυναικωνίτη.
Ολόκληρο το κείμενο που υπάρχει στην τοιχογραφία είναι το εξής :
"Γεώργιος Μπουφέλας προσκυνητής κατήγετο από το πλησίον της Ναούσης χωρίον Γκουλισιάνι. Επισκεφθείς το 1840 τους Αγίου Τόπους, επανήλθε εις αυτό και εκποιήσας την κτηματικήν περιουσίαν του ελθών εγκατεστάθη εις Νάουσαν το 1842. Τότε επιδή η το 1841 αρξαμένη δι' εράνων ανέγερσις του Ιερού τούτου Ναού και αφού διαθέσας ολόκληρον την περιουσίαν του δια εξεικόνησιν του Βίου του Σωτήρος και όλων των Αγίων. Αφιέρωσεν δε και εις την υπηρεσίαν του Ιερού τούτου Ναού και μέχρι του θανάτου του 1851 έχον όντως εξέχον και αξιομίμητον υπόδειγμα αυτοαπαρνήσεως δια κάθε Χρηστιανόν Αμήν".

Το γιλέκο ήταν μαύρο ή σκούρο μπλε με πολλά χρυσά γαϊτάνια, αρκετά ανοιχτό μπροστά, για να φαίνεται το κε­ντημένο πουκάμισο. Ακόμη φορούσαν και σταυρωτό γιλέκο, αμάνικο που ραβόταν το καλό με ρούχο μαύρο ή μπλε και το κα­θημερινό με σαϊάκι. Το χειμώνα φορούσαν γιλέκο από τσόχα ενώ το καλοκαίρι από βελούδο.

Διακρίνονται καθιστοί οι Αντώνης Καραμπατάκης 
με το παιδί στην αγκαλιά και ο Χρήστος Παπασταύρου 
με μαύρο φέσι στο κεφάλι, από τον Κοπανό. (δεκ.1930)

Φέσι. 
Στο κεφάλι φορούσαν μαύρο φέσι από τσόχα, με μια φάσα γύρω από σατέν ύφασμα.

Τσουράπια 
Οι κάλτσες που φορούσαν ήταν μάλλινες, πλεγμένες στο χέρι, μακριές μέχρι το γό­νατο. 

Τσουράπια

Τα καλά τσουράπια ήταν άσπρα ή πολύχρωμα με πολλά κεντήματα. Στο τελείωμά τους είχαν κορδόνι για να δένονται κάτω από το γόνατο. Τα καθημερινά ήταν μαύρα, πλεγμένα με χοντρό νήμα από μαλλί.

Τα παπούτσια ήταν μαύρα σκαρπίνια. Για καθημερινά στην εργασία φορούσαν τα γουρουνοτσάρουχα.

Η φορεσιά με το σαλβάρι

Σε όλη την περίοδο της τουρκοκρατίας συνηθισμένη ήταν και η φορεσιά με το σαλβάρι. Αυτή αποτελούνταν από το φέσι, το σαλβάρι, το ζουνάρι για τη μέση, το γιλέκο, το πουκάμισο, τα τσουράπια, τα γεμενιά και κάποιο είδος καλοκαιρινού ή χειμωνιάτικου επενδύτη.

Σαλβάρι, είδος παντελονιού που είναι φαρδύ στο πάνω μέρος και σφίγγει αμέσως κάτω από το γόνατο. Στη μέση στερεώνεται με βρακοζούνα ή κορδόνι περασμένο σε βρακοθηλιά. Τα καλά σαλβάρια είναι ραμμένα από μαύρο ή μπλε ρούχο και τα καθημερινά από μαύρο σαϊάκι.

Το ζωνάρι που χρησιμοποιούσαν για τη μέση ήταν μαύρο μάλλινο υφαντό 2-3 μέτρα.

Αργότερα στη δεκαετία 1920 και μετέπειτα, φορούσαν τη μπολμπότσα,μαύρο μάλλινο φαρδύ παντελόνι που το στήριζαν στη μέση με κορδόνι, καθώς και ένα άλλο είδος παντελονιού που ήταν από το γόνατο και κάτω εφαρμοστό στη γάμπα.

Τα εσώρουχα που χρησιμοποιούσαν και στους δύο τύπους της αντρικής φορεσιάς είναι το κατασάρκι (φανέλα με μακριά μανίκια) και το μπινιβρέκι (μακρύ σώβρακο μέχρι τους αστράγαλους), που ήταν βαμβακερά για το καλοκαίρι και μάλλινα για το χειμώνα.

Βιβλιογραφία

1. Ζάλιος Χρήστος, Παραδοσιακοί Χοροί Ήθη και Έθιμα της Νάουσας, Νάουσα 2009.
2. Ζώρα, Π. 1981, Κεντήματα και κοσμήματα της ελληνικής φορεσιάς, Αθήνα, ΥΠ.ΠΟ - Μ.Ε.Λ.Τ.
3. Καψάλης Γεράσιμος, Λαογραφικά εκ Μακεδονίας, Λαογραφία, Δελτίον της Λαογραφικής Εταιρείας, τόμος Στ΄, έτος 1917, σελ.464-465
4. Κορρέ-Ζωγράφου, Κ. 1991, Νεοελληνικός κεφαλόδεσμος, Αθήνα.
5. Λαδά-Μινώτου Μ. 1999, Κοσμήματα της ελληνικής παραδοσιακής φορεσιάς. 18ος - 19ος αι., Αθήνα, Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος.
6. Λύκειο των Ελληνίδων Βέροιας, ΗΜΑΘΙΑ ΕΡΑΤΕΙΝΗ. Λαογραφικά της Ημαθίας, Βέροια 2003.
7. Παπαντωνίου, Ι. 1978, "Συμβολή στη μελέτη της γυναικείας ελληνικής παραδοσιακής φορεσιάς", Εθνογραφικά 1: 5-92, Ναύπλιο, Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα.
8. Παπαντωνίου, Ι. 1992, Μακεδονικές φορεσιές, Ναύπλιο, Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα.
9. Φωτογραφικό αρχείο Χρήστου Ζάλιου
10. Χατζημιχάλη, Α. 1983, Λαϊκή Φορεσιά. Οι φορεσιές με το καβάδι Β΄, (επιμ. Γιανναρά-Ιωάννου, Τ.) Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη - Μέλισσα.

Σημειώσεις
[1] Η φλοκάτα : είδος μακριού πανωφοριού χωρίς μανίκια, χρώματος μαύρου ή άσπρου, γινόταν από σκουτί, μάλλινο χοντρό ύφασμα με φλόκια, δουλεμένο στον αργαλειό.
[2] Ο Τζουμπές ή τσουμπές (αλλιώς και μπινίσια ή ντουλαμάδες), ήταν παλαιότερα μακρύς επενδύτης, με ή χωρίς μανίκια, κυρίως των ιερωμένων. Ήταν ανοικτός εμπρός έως κάτω. Τα πιο καλά ήταν επενδυμένα με γούνα από σαμούρι (κουνάβι). Συνηθίζονταν όμως να φέρεται και από λαϊκούς κυρίως εμπόρους και μεγαλόσχημους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία σε αντιδιαστολή της μακριάς μπέρτας που έφεραν στην Ευρώπη.
[3] Σουλτούκο : μακρύς μάλλινος σκούρου χρώματος εξωτερικός επενδύτης



Δεν υπάρχουν σχόλια: