Δεν έχεις, Όλυμπε, θεούς, μηδέ λεβέντες η Όσσα, ραγιάδες έχεις, μάννα γη, σκυφτούς για το χαράτσι, κούφιοι και οκνοί καταφρονούν τη θεία τραχιά σου γλώσσα, των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι…
(Κωστής Παλαμάς)

Σάββατο 8 Ιουλίου 2017

Το βιβλίο της Ρόμπου ή ο κύκλος των χαμένων εθνοφοβικών (1)


Για το βιβλίο της Ρόμπου ή ο κύκλος
των χαμένων εθνοφοβικών (1)
Η «μεταμοντέρνα» επίθεση στην συλλογική μας μνήμη συνεχίζεται…

Δημήτρης Ε. Ευαγγελίδης

Πριν από ένα χρόνο περίπου (2016) κυκλοφόρησε ένα βιβλίο με τον τίτλο «Επιτηρούμενες ζωές» και τον επιστημονικοφανή υπότιτλο «Μουσική, χορός και διαμόρφωση της υποκειμενικότητας στη Μακεδονία» της νεοεμφανιζόμενης συγγραφέα και επίδοξης κοινωνιολόγου Μαρίκας Ρόμπου-Λεβίδη, πρώην χορεύτριας με σπουδές στο Βασιλικό Θέατρο του Λονδίνου, όπως αναφέρει στο βιογραφικό της, με ενδιαφέροντα «την ανθρωπολογία της μουσικής και του χορού, την επιτέλεση και το σώμα, την πολιτική ανθρωπολογία, το σύνορο, τη μετανάστευση, το φύλο και τη βία». Έκανε και διδακτορικό, δίπλα στην Καθηγήτρια Cowan, στο διαβόητο πανεπιστήμιο του Σάσσεξ, το οποίο ως γνωστόν αποτελεί για το συνάφι των οπαδών της παγκοσμιοποίησης, του πολυπολιτισμού, του εθνομηδενισμού και άλλων τινών, κάτι ανάλογο με το αλήστου μνήμης «Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο της Ανατολής».1    

_________________________________
1.     Το Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο Εργαζομένων της Ανατολής [ρωσ.: Коммунистический университет трудящихся Востока ή КУТВ (KΟΥTΒ) -Καμμουνιστιτσιέσκιϊ ουνιβερσιτιέτ τρουντιάσσιχσια Βαστόκα ή Κα Ου Τε Βε], όπως ήταν ο πλήρης τίτλος του, ιδρύθηκε στις 21 Απριλίου 1921 στη Μόσχα από την Κομμουνιστική Διεθνή (Κομιντέρν), ως Σχολή εκπαίδευσης κομμουνιστικών στελεχών. Στο λεξιλόγιο του ΚΚΕ,  κούτβηδες  αποκαλούνταν τα καθαρόαιμα κομματικά στελέχη με τίτλο σπουδών από αυτήν την μεγάλη των ινστρουχτόρων σχολή, προορισμένα να αποτελέσουν τα ηγετικά στελέχη των ανά τον κόσμο κομμουνιστικών κομμάτων.


Αναμενόμενη και η κινητοποίηση για την υποστήριξη και την προβολή αυτού του προπαγανδιστικού πονήματος, που κάτω από έναν ψευδο-επιστημονικό μανδύα αναμασάει τα φαιδρά αφηγήματα που υφιστάμεθα εδώ και χρόνια ad nauseam από τους κάθε είδους ιούς, μικρόβια, μυξομύκητες και γυμνοσάλιαγκες του εθνομηδενισμού και της αριστερής  αερολογίας. Όλος ο εσμός των γνωστών και μη εξαιρετέων ιθαγενών νεο-αριστερών, αλλά και δύο ξένων, έσπευσε να εξυμνήσει/διαφημίσει αυτό το ανιαρό και φλύαρο μεν, αλλά ιδιαίτερα στοχευμένο ιδεολογικοπολιτικά κατασκεύασμα, που βρίθει ψευδολογιών, συνειδητών διαστρεβλώσεων της πραγματικότητας, φιλελέφτ ανοησιών και εθνομηδενιστικών ταυτολογιών.
Την πρώτη θέση κατέχει βεβαίως-βεβαίως η άκρως εγκωμιαστική / εκθειαστική υμνολογία της προαναφερθείσης Jane Cowan, καθηγήτριας Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Πανεπιστήμιο του Sussex, την οποία, αξίζει να σημειωθεί, οι άσπονδοι φίλοι της αποκαλούν περιπαικτικά «Professor Cow Ann»:«Με εμπειρία χορεύτριας, ερευνήτριας χορού και ανθρωπολόγου, η Μαρίκα Ρόμπου-Λεβίδη μιλάει για έναν κόσμο άγνωστο σε πολλούς Έλληνες: την επιτηρούμενη ζώνη της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου. […] Μια εξαιρετικά διεισδυτική, ευαίσθητη και διαφωτιστική προσέγγιση της ένταξης και της αντίστασης και, ακόμα περισσότερο, των βαθιών προκλήσεων που τα εθνικιστικά εγχειρήματα θέτουν στα ενσώματα υποκείμενα…».
Ομολογώ ότι δεν μπόρεσα να προσδιορίσω τι ακριβώς είναι αυτά τα «ενσώματα υποκείμενα» που αναφέρει η βαθυστόχαστη καθηγήτρια. Υποθέτω μάλλον κάτι αντίθετο από τις «ασώματες κεφαλές» των τσίρκων περασμένων δεκαετιών. Όσο για τις «βαθιές προκλήσεις των εθνικιστικών εγχειρημάτων» το αφήνω ασχολίαστο, μια και ανήκει στην σφαίρα των εθνοφοβικών συμπλεγμάτων, από τα οποία σαφώς διακατέχεται η εν λόγω «προφεσόρισσα».
Ακολουθεί η περισπούδαστη κριτική για το «ξεχωριστό αυτό βιβλίο» του Λεωνίδα Εμπειρίκου, Ιστορικού, αριστερού (τι άλλο;) μεγαλοαστού, γιου του ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκου, ο οποίος ήταν αδύνατον να χάσει αυτήν την ευκαιρία αυτοπροβολής, αποκαλύπτοντας τα πάθη των σλαβοφώνων (αμφιβάλλω εάν γνωρίζει τι ακριβώς είναι αυτοί οι σλαβόφωνοι και αν έχει συναντήσει κάποιον στην ζωή του) της Ανατολικής Μακεδονίας: «Μέσα στο ελληνικό κράτος, οι κοινότητες των σλαβόφωνων της Ανατολικής Μακεδονίας βρέθηκαν σ’ έναν επικοινωνιακά απομονωμένο και γλωσσικά κατακερματισμένο χώρο. Οι παλιές ιστορίες άλλαξαν νόημα μέσα στην απόκρυψη του γλωσσικού φαινομένου και τη διαπραγμάτευσή της από τα ίδια τα υποκείμενα, που αγγίζει σχεδόν τα πάντα: τα πανηγύρια, το χορό, τη μουσική, τα όργανα με τα οποία παίζεται και τα λόγια με τα οποία τραγουδιέται. Όλες οι αποχρώσεις της δύσκολης αυτής σχέσης του υποκειμένου με το κράτος —που περνά μέσα από τη γλώσσα και τη σωματικότητα—, στη μεγάλη ποικιλία που ορίζει η εγγραφή της στην ελληνική επικράτεια, περιγράφονται με ακρίβεια και ευαισθησία που ξεπερνά κάθε προσδοκία στο ξεχωριστό αυτό βιβλίο». (Σημ. ΔΕΕ: Οι επισημάνσεις δικές μου).
Στην διθυραμβική βιβλιοκριτική του,  ο καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου Ευθύμιος Παπαταξιάρχης (Πήρε το διδακτορικό του στην κοινωνική ανθρωπολογία από το London School of Economics το 1988), ο οποίος σύμφωνα με το βιογραφικό του «Έχει δημοσιεύσει εκτενώς σε ζητήματα φύλου, εξουσίας και κοινωνικότητας, συγκρότησης του πολιτικού στον αγροτικό χώρο (sic) και πολιτισμικής διαχείρισης της διαφοράς στο πλαίσιο διαπολιτισμικών συναντήσεων, ιστορικής ανθρωπολογίας και ιστορίας της ανθρωπολογικής σκέψης» τονίζει τα εξής σπουδαιοφανή:
«Η Μαρίκα Ρόμπου-Λεβίδη έχει τη στόφα της ανθρωπολόγου πεδίου. Η διεισδυτική εθνογραφική της ματιά πηγαίνει πέρα από το αυτονόητο και το αδιαμφισβήτητο για να καταγράψει την αυτολογοκρισία ως δημιουργική, ιστορική διαδικασία. Με ευαισθησία ανασύρει τα ίχνη της βίας που έχει σημαδέψει τη ζωή των σλαβόφωνων κατοίκων της επιτηρούμενης ζώνης εκεί ακριβώς που συνήθως επισφραγίζεται δημόσια η συλλογική ταυτότητα, στην επιτέλεση της μουσικής παράδοσης. Η μελέτη της είναι μια πολύτιμη μαρτυρία της ικανότητας των ανθρώπων να εκμεταλλεύονται τις χαραμάδες, που αφήνουν τα ισχυρά καθεστώτα πειθάρχησης, για να αρθρώσουν τους δικούς τους ορίζοντες ζωής. Μια σημαντική συμβολή στην κατανόηση του Μακεδονικού ζητήματος». (Σημ. ΔΕΕ: Οι επισημάνσεις δικές μου).
Αναλόγου ύφους, στόχου και επιπέδου είναι  και τα όσα γράφει ένα ακόμη μέλος της εθνοφοβικής παρέας, ο επίκουρος καθηγητής Ανθρωπολογίας της Μουσικής και του Χορού του Πανεπιστημίου Αιγαίου, Παν. Πανόπουλος:  «Μια εξέχουσα συμβολή στην ιστορία και την εθνογραφία της μουσικής και του χορού στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια, μια από τις σημαντικότερες μελέτες για την ανθρωπολογία της μουσικής στο συγκεκριμένο χώρο από την εποχή που αυτό το πεδίο οριοθετήθηκε στην ελληνική εθνογραφία με την έκδοση της μονογραφίας της Jane Cowan. Η πολιτική του σώματος. Χορός και κοινωνικότητα στη βόρεια Ελλάδα. Τα κλασικά ανθρωπολογικά θέματα του φύλου και του ορίου συναντώνται με εξαιρετικά πρωτότυπες, εθνογραφικά εμπεριστατωμένες και θεωρητικά εμβριθείς, αναλύσεις των διαδικασιών υποκειμενοποίησης και σωματοποίησης της ιστορίας, της μνήμης και της πολιτισμικής εμπειρίας». (Σημ. ΔΕΕ: Οι επισημάνσεις δικές μου).
Δεν λείπει όμως και η απαραίτητη επικύρωση και «ευλογία» του «μεγάλου Αδελφού», με τα ανάλογα ενθουσιαστικά σχόλια από την πασιγνώστως άγνωστη (πλην των μυημένων, εννοείται) καθηγήτρια Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του πανεπιστημίου του Λος Άντζελες (UCLA)  Laurie Hart, η οποία γράφει τα εξής χαριτωμένα: «Σ’ αυτό το καθηλωτικό και γοητευτικά γραμμένο βιβλίο, η συγγραφέας αποκαλύπτει με δύναμη τις σύνθετες τακτικές κοινωνικής απόκρυψης και δημόσιας άρνησης που εξυφάνθηκαν μέσα από τη μουσική και το χορό στη Βόρεια Ελλάδα μετά τον Εμφύλιο. Με βαθιά γνώση του αντικειμένου, διεισδυτικότητα και οξύτητα πνεύματος, διερευνά την πολιτισμική παραγωγή στην πρώην επιτηρούμενη ζώνη των ελληνοβουλγαρικών συνόρων, εκθέτοντας τη σίγαση του νοήματος που επέφερε η καταστολή αλλά και τη στοιχειωμένη χάρη της φωνής και της κίνησης των γυναικών. Δεν πρόκειται απλά για πρωτοποριακή εθνομουσικολογία, αλλά για εθνογραφία και κοινωνική θεωρία υψηλών προδιαγραφών, που συνοδεύεται από οξυδερκή κριτικό σχολιασμό της βιβλιογραφίας για το σύνορο και τη διαφορά στη Μακεδονία. Ένα κριτικό ανάγνωσμα για όλους όσοι ενδιαφέρονται να κατανοήσουν την ελληνική κοινωνία όπως είναι». (Σημ. ΔΕΕ: Οι επισημάνσεις δικές μου).
Τέλος, θα ήταν αδιανόητο να λείπει από την σύναξη του κύκλου των χαμένων εθνοφοβικών, η παλιά …καραβάνα του χώρου, η διάσημη  Άννα Φραγκουδάκη, Ομότιμη Καθηγήτρια Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης, ΕΚΠΑ, όπως υπογράφει. Τι είναι το ΕΚΠΑ; Μήπως κάτι σαν το ΕΝΦΙΑ ή το ΦΠΑ; Όχι βέβαια, σημαίνει απλούστατα Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Και γιατί δεν το γράφει ολόκληρο; Μήπως για λόγους συντομίας; Πιθανόν, αλλά πιο πιθανό είναι ότι έτσι αποφεύγει τις κακές λέξεις, «εθνικό», «Καποδίστριας», το καθαρευουσιάνικο «Αθηνών» αντί «Αθήνας». Υπάρχουν «ευαισθησίες» και ίσως παρεξηγηθεί από τους ομόσταυλους και τα απωθημένα τους. Εν πάση περιπτώσει, η εν λόγω συνταξιούχος πλέον καθηγήτρια προσθέτει και αυτή το λιθαράκι της: «Πρόκειται για μελέτη στηριγμένη σε πλούσιο ερευνητικό υλικό που συνδυάζει την επιστημονική αρτιότητα με την υψηλή κοινωνική ευαισθησία. Πρόταση επιστημονικού διαλόγου στο χώρο της ανθρωπολογίας, αλλά παράλληλα και ανάγνωσμα πολύ ενδιαφέρον για κάθε αναγνώστη/ρια που απασχολούν τα θέματα των εθνικών ταυτοτήτων και της κοινωνικής ένταξης, από μια πολύ σημαντική σκοπιά: τις πρακτικές των ίδιων των εμπλεκόμενων ανθρώπων»2. (Σημ. ΔΕΕ: Οι επισημάνσεις δικές μου).

__________________________________

2. Για την Άννα Φραγκουδάκη και τις ιδεοληψίες της υπάρχει το ειρωνικότατο και   αποστομωτικό άρθρο-καταπέλτης του κορυφαίου κριτικού θεάτρου, συγγραφέα και διανοητή Κώστα Γεωργουσόπουλου που αξίζει να μελετηθεί λέξη προς λέξη εδώ: http://www.tanea.gr/news/greece/article/4056333/?iid=2


Όπως εύκολα διαπιστώνεται, η αερολογία, η (δήθεν) επιστημονική σοβαρότητα, η προσπάθεια εντυπωσιασμού με ακαταλαβίστικους για το ευρύ κοινό όρους, οι μαρξιστικές φαντασιώσεις και το εμπόριο ανθρωπισμού και ευαισθησίας είναι σε ημερήσια διάταξη, επιχειρώντας να πείσουν ότι επιτελούν κάτι σπουδαίο και κοινωνικά χρήσιμα και ότι δεν είναι μια κλίκα αργόσχολων φαφλατάδων που καταναλώνουν πόρους από τα χρήματα των φορολογουμένων.
Για το βιβλίο αυτό καθαυτό τώρα, που το διάβασα με σφιγμένα δόντια ομολογώ, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η επιτομή της ανιαρότητας μιας κατασκευασμένης ψευδο-επιστήμης που καλύπτεται πίσω από τον εντυπωσιακό και βαρύγδουπο τίτλο «Κοινωνική Ανθρωπολογία».
Στις «κοινωνικές επιστήμες» έχει αναφερθεί όχι κάποιος τυχαίος, αλλά ο διεθνούς φήμης, κύρους και αναγνώρισης Βυζαντινολόγος και Ακαδημαϊκός Σπύρος Βρυώνης στο μνημειώδες κείμενό του που αναγνώσθηκε στην ημερίδα με θέμα «Ο Νέος Ελληνισμός: Έννοια, περιεχόμενο, χρονικά όρια» που διοργάνωσε η Ακαδημία Αθηνών, στις 19 Οκτωβρίου 2010. Θα παραθέσω ορισμένα αποσπάσματα:
«...Συχνά, οι κοινωνικές επιστήμες, ως συνειδητές επιστημονικές ειδικότητες, δεν περιορίζονται στα όρια που θέτει η έρευνα, αλλά ενδύονται ένα είδος προφητικού μανδύα. Οι επαγγελματίες κάθε μιας από αυτές τις κοινωνικές επιστήμες συχνά διακηρύσσουν ότι διακονούν «επιστήμες», που, όπως υποστηρίζουν στον ακαδημαϊκό κόσμο, η ειδικότητά τους προσομοιάζει περισσότερο με τις φυσικές επιστήμες παρά με εκείνες της φιλολογίας και των άλλων ανθρωπιστικών επιστημών.
 Έτσι, ο τελικός σκοπός των περισσότερων κοινωνικών επιστημών είναι να επικυρώσουν και να καθορίσουν τους νόμους που διέπουν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Με τον τρόπο αυτό ισχυρίζονται ότι μπορούν να προβλέψουν πώς θα συμπεριφερθούν υπό δεδομένες συνθήκες, όχι μόνο τα άτομα, αλλά και μεγαλύτερες ομάδες, η οικογένεια, η φυλή, ή και ακόμα μεγαλύτερες συσσωματώσεις. Επίσης, ο ρόλος των διακεκριμένων και προβεβλημένων επαγγελματιών απολαμβάνει ένα είδος αναγνώρισης, ως αξιόπιστη πηγή και αυθεντία για την ανάλυση της ανθρώπινης συμπεριφοράς. [...]
Με την αύξηση των πληθυσμών, την πολυπλοκότητα των οικονομικών και πολιτικών κρίσεων, τις απαιτήσεις της κοινωνίας, το «έθνος» και οι «εθνικισμοί» συχνά αναζητούν λύσεις από τους κοινωνικούς επιστήμονες. [...] Όμως, ακόμη και στις περιπτώσεις αυτές, η αξία της πρακτικής γνώσης είναι συγκεκριμένη και δύσκολα επιτρέπει στους κοινωνιολόγους να ισχυρίζονται ότι ο κλάδος τους συνιστά μια «επιστήμη» στα θέματα της θεωρίας και της ανάλυσης των εννοιών του «έθνους» και του «εθνικισμού». Διότι, εδώ, αυτές οι ειδικότητες πρέπει να βασιστούν στην ιστορία, ενώ οι θεωρίες τους δεν μπορούν να γενικευτούν σε τέτοιο βαθμό, διότι έχουν συγκεκριμένο ειδικό επιστημονικό προσανατολισμό και ο υποκειμενισμός πάντα ελλοχεύει. Οι μεθοδολογίες τους είναι επιρρεπείς στην «εφεύρεση» γενικών νόμων για τον καθορισμό της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Από την άλλη πλευρά, και αυτό είναι το παράδοξο, η συμβολή τους στη συνεχιζόμενη ανάλυση των εννοιών και θεωριών σχετικά με το «έθνος» και τον «εθνικισμό» είχε βαθιά επίδραση σε εκείνους τους κύκλους που συζητούν αυτά τα ειδικά σύγχρονα ζητήματα. Πολλοί είναι οι κοινωνικοί επιστήμονες οι οποίοι έχουν κληθεί, ως ειδικοί, ενώπιον του Κογκρέσου των Ηνωμένων Πολιτειών και της Γερουσίας, να αποφανθούν σχετικά με τις κρίσεις που αντιμετωπίζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Οι πανταχού παρόντες πολιτικοί επιστήμονες, οι οποίοι έχουν διεισδύσει ιδιαίτερα στα Υπουργεία Εθνικής Ασφάλειας, Εξωτερικών, Άμυνας, στη CIA και άλλα ομοσπονδιακά όργανα, καθώς και στα πληθωρικά λεγόμενα «think-tanks», αποτελούν μια στρατιά (αριθμητικά) και, όπως ο στρατός, καταναλώνουν μεγάλα κεφάλαια που προέρχονται από την κυβέρνηση, τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και τα ξένα συμφέροντα. Έτσι, οι κοινωνικοί επιστήμονες δεν έχουν μόνο τη θεωρητική πλευρά τους, αλλά απολαμβάνουν πρακτικές και οικονομικές ανταμοιβές, οι οποίες επιτείνουν την υποκειμενικότητα τους.[...]
Επιπλέον, προχωρούν στην κατασκευή ή τη δημιουργία τεχνικών όρων (σε τέτοια έκταση ώστε χρειάζεται κανείς να προσφύγει σε εξειδικευμένα λεξικά για να βρει τις έννοιες πολλών τέτοιων όρων) και στηρίζονται σε ιστορικούς εξειδικευμένους σε περιοχές με τις οποίες οι κοινωνικοί επιστήμονες δεν είναι εξοικειωμένοι. Μπορούμε επί πλέον να διαπιστώσουμε την ισχυρή επίδραση των κοινωνικών επιστημόνων πάνω στην ιστορική επιστήμη, παράλληλα με την αδυναμία των κοινωνικών επιστημόνων να καταλήξουν σε οριστικά συμπεράσματα ως προς το «πότε» και το «πώς» του έθνους και του εθνικισμού, καθώς και την αποτυχία τους να διευκρινίσουν τον όρο και την έννοια του πολιτισμού. [...]
Στην συνέχεια ο Σπ. Βρυώνης αναφέρεται στις θεωρίες του λεγόμενου «μοντερνισμού» και στους τρεις «πατριάρχες» του, Ernest Gellner, Eric Hobsbaum και Benedict Anderson, καθώς και στην περίοδο 1970-2003, η οποία αναφέρεται ως περίοδος  «ανόδου και πτώσης του κλασικού μοντερνισμού». Φθάνουμε έτσι σε μια νέα και σημαντική φάση του συνεχιζόμενου διαλόγου για την προέλευση και τη φύση του έθνους και του εθνικισμού, με τη νέα ερμηνεία περί «εθνοσυμβολισμού» που διατύπωσε ο Anthony D. Smith, ο οποίος υπήρξε ο ίδιος μαθητής του Gellner. Όπως τονίζει ο Σπ. Βρυώνης: «Στη διαμάχη που ακολούθησε και μπροστά στα αδιαμφισβήτητα επιχειρήματα του Smith, ο Anderson, σε αντίθεση με τον Gellner, υπήρξε πιο δεκτικός στις κριτικές που ασκήθηκαν στο έργο του και, τελικά, παραδέχτηκε ότι το έργο του είχε πλέον καταστεί περιθωριακό». [...]
                                                                                     
Θεωρώ όμως ότι οι αναγνώστες έχουν φθάσει ήδη στα όρια με όλα τα παραπάνω. Σεβόμενος την ψυχική τους ηρεμία σταματώ και θα συνεχίσω στο επόμενο άρθρο με τα όσα ισχυρίζεται στην «Εισαγωγή» και το κυρίως μέρος του βιβλίου της η συγγραφέας, όπου θα περιορισθώ σε ορισμένα από τα εξωφρενικά και απίστευτα που αναφέρει στο αφόρητα πληκτικό και κουραστικό «πόνημά» της.

(Συνεχίζεται)


Δεν υπάρχουν σχόλια: