Δεν έχεις, Όλυμπε, θεούς, μηδέ λεβέντες η Όσσα, ραγιάδες έχεις, μάννα γη, σκυφτούς για το χαράτσι, κούφιοι και οκνοί καταφρονούν τη θεία τραχιά σου γλώσσα, των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι…
(Κωστής Παλαμάς)

Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2010

Ειδήσεις στα αρχαία ελληνικά (6)


Νεώτερες διεθνείς ειδήσεις στα αρχαία ελληνικά από την ιστοσελίδα του Καταλανού καθηγητή κλασσικής φιλολογίας Joan Coderch-i-Sancho “Akropolis World Νews” (http://www.akwn.net/).
Η πρώτη αναφέρεται στην ανεύρεση επιζώντων μετά από δέκα ημέρες από τον τρομακτικό σεισμό της Αϊτής, η δεύτερη στο αίτημα Γερμανών δικστών για την έκδοση του άλλοτε δκτάτορα της Αργεντινής Βιδέλα, η τρίτη στην ένταση φύλαξης των αερολιμένων της Ινδίας λόγω του φόβου τρομοκρατικού χτυπήματος και η τελευταία στην απελευθέρωση του πληρώματος και του δεξαμενοπλοίου από τους Σομαλούς πειρατές, αφού έλαβαν τα λύτρα.

Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2010

Ηπειρωτικά (1)


Η περιοχή της Ηπείρου θεωρείται η πραγματική κοιτίδα του Ελληνισμού, μια και εδώ διαμορφώθηκαν τα πανάρχαια πρωτο-ελληνικά φύλα, τα οποία θα γίνουν γνωστά αργότερα ως Μολοσσοί, Χάονες, Άβαντες, Θεσπρωτοί, πρωτο-Δωριείς. Εδώ, επίσης, διαμορφώθηκαν οι λεγόμενες Δυτικές διάλεκτοι της αρχαίας ελληνικής. Υπενθυμίζουμε ότι επί αιώνες  τα εθνολογικά σύνορα μεταξύ ελληνικών και ιλλυρικών φύλων ήταν ο ποταμός Γενούσος, στην σημερινή κεντρική Αλβανία (βλ. Cambridge Ancient History Vol. III part 3, σελ. 266-267 και λεπτομέρειες σε προηγούμενη ανάρτησή μας περί Ιλλυριών http://ethnologic.blogspot.com/2009/11/blog-post_07.html).
Στην παρούσα και σε επόμενες αναρτήσεις θα αναφερθούμε σε θέματα που σχετίζονται με την περιοχή της Ηπείρου, την ιστορία της, τα ελληνικά φύλα της αρχαιότητας και άλλα ειδικότερα θέματα.
Στην σημερινή ανάρτηση αναφερόμαστε στην περίφημη Μοσχόπολη, ένα από τα σπουδαιότερα κέντρα ελληνικού πολιτισμού στην Τουρκοκρατία.
Δημήτρης Ε. Ευαγγελίδης

 Μοσχόπολη: Τα χρόνια της ακμής (1700-1769)

Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα η Μοσχόπολη και οι βλάχικοι οικισμοί της περιοχής της γνώρισαν το απόγειο της ανάπτυξης και της ακμής, αλλά και μία σειρά από αξεπέραστες καταστάσεις που οδήγησαν σε καταστροφές και μαρασμό.

Βέβαια, τα θεμέλια για αυτή την ένδοξη εποχή είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα, όταν η Μοσχόπολη ενδυναμώνονταν όχι μόνο πληθυσμιακά, αλλά οικονομικά και πολιτισμικά. Ενδεικτικό αυτής της εξέλιξης είναι το κτίσιμο, γύρω στο 1630, του μοναστηριού του Αγίου Ιωάννη του Πρόδρομου. Σε κάποιες εργασίες η Μοσχόπολη αναφέρεται πως ήταν τότε η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη των Οθωμανικών Βαλκανίων, μετά βέβαια από την Κωνσταντινούπολη. Γεγονός μάλλον απίθανο αν αναλογιστούμε πόλεις όπως τη Θεσσαλονίκη και την Αδριανούπολη. Ωστόσο, θα πρέπει να ήταν η μόνη τόσο μεγάλη πόλη με αποκλειστικά χριστιανούς κατοίκους. Υπήρχαν 6 μεγάλες και οργανωμένες συνοικίες και ίσως περισσότερες από 70 εκκλησίες, αριθμός μάλλον υπερβολικός. Αν και οι διάφορες πηγές συχνά διαφωνούν για τον ακριβή αριθμό των σπιτιών και των κατοίκων της, γύρω στο 1760, παρουσιάζεται να έχει από 20.000 έως 70.000 κατοίκους και ίσως 12.000 περίπου σπίτια. Οι αριθμοί αυτοί φαντάζουν απίθανοι για τα δεδομένα εκείνων των εποχών και ακόμη περισσότερο αν συγκριθούν με την εικόνα που παρουσίαζε η Μοσχόπολη από το 1769 και μετά. Η πόλη εκτεινόταν σε μία τεράστια έκταση και καταλάμβανε μεγάλο μέρος του κενού σήμερα οροπεδίου και των γύρω χαμηλών πλαγιών. Τελικά, ίσως να μην είναι παρακινδυνευμένο να δεχτούμε πως, την περίοδο της μεγάλης της ακμής, ο πληθυσμός της έφτανε κάπου ανάμεσα στις 40.000 με 60.000.
Εκτός όμως από τη Μοσχόπολη, και οι γύρω από αυτή βλάχικοι οικισμοί συγκέντρωναν μεγάλο αριθμό κατοίκων για τα δεδομένα της εποχής. Αν και οι αριθμοί που δίνουν οι διάφορες σχετικές αναφορές φαντάζουν να είναι υπερβολικοί, η Νίτσα, η Λάγγα, η Γκραμπόβα, η Σίπισκα και το αρβανίτικο Βιθκούκι θα πρέπει να ήταν μεγάλες και δυναμικές κωμοπόλεις, που ακολουθούσαν στενά την πρόοδο της Μοσχόπολης. Λόγω των φυσικών τους θέσεων προστατεύονταν από τις πιέσεις μικρών και μεγάλων Τουρκαλβανών φεουδαρχών και τοπαρχών και είχαν μετατραπεί σε δυναμικές τοπικές αγορές για το γύρω πληθυσμό, διατηρώντας μάλιστα ανεξάρτητες επαφές με τα εμπορικά κέντρα της Βαλκανικής και της Ευρώπης. Ίσως τελικά η κάθε μία από αυτές συγκέντρωνε από 5.000 μέχρι και 10.000 κατοίκους.
Ο πλούτος και η δύναμη της Μοσχόπολης αντλούνταν από το εμπόριο και τις διάφορες βιοτεχνικές δραστηριότητες. Όπως στην περίπτωση της ανάπτυξης και κάποιων άλλων βλάχικων κοινοτήτων, (π.χ. Μέτσοβο, Συρράκο, Καλαρίτες κ.λ.π.), το πρώτο και ισχυρά παραγωγικό κεφάλαιο, για την πρόοδο που ακολούθησε ήταν η κτηνοτροφία. Όμως, η Μοσχόπολη προηγήθηκε χρονικά κατά πολύ, ήδη από το 17ο αιώνα, και ήταν μάλλον αυτή που δίδαξε το δρόμο που ακολουθήθηκε και από τις άλλες ορεινές βλάχικες και μη κοινότητες. Η ικανή συγκέντρωση πρώτων υλών και χεριών οδήγησε σε μεγάλη ανάπτυξη της εριουργίας. Η αρχικά οικιακή βιοτεχνία μάλλινων ειδών οδήγησε σε οργανωμένη βιοτεχνική παραγωγή και τέλος στην εμπορεία των τελικών προϊόντων, αλλά και των πρώτων υλών. Το εμπόριο της δικής τους παραγωγής και η συγκέντρωση κεφαλαίου οδήγησε σταδιακά στην ανάπτυξη ευρύτερων εμπορικών, μεταπρατικών και βιοτεχνικών δραστηριοτήτων και τη γέννηση της κάστας των λεγόμενων πραματευτάδων (πραματέφτς ή πραματεφτάτζ στα βλάχικα). Οι βιοτέχνες οργάνωσαν και ενίσχυσαν το θεσμό των συντεχνιών. Υπήρχαν συντεχνίες μπακάληδων, ραφτάδων, χρυσοχόων, χασάπηδων, χαλκουργών και σιδηρουργών, οπλουργών, παπουτσήδων κ.α., οι οποίες έπαιζαν σπουδαίο ρόλο όχι μόνο στην οικονομική ανάπτυξη και τα τοπικά πολιτικά δρώμενα, αλλά και στην πολιτιστική πρόοδο, καθώς αναφέρονται να πλήρωναν υποτροφίες για τις σπουδές άπορων παιδιών, στα σχολεία της Μοσχόπολης, αλλά και σε σχολεία της Ευρώπης.
Ωστόσο, ο μεγάλος οικονομικός και πολιτισμικός πλούτος ήρθε με την ανάπτυξη των επαφών με την Ευρώπη και τη στροφή προς το μεταπρατικό εμπόριο. Δεν είναι απίθανο να υπήρχαν, ήδη από το 1537, κάποιοι Μοσχοπολίτες ανάμεσα στους Βλάχους και Γκραίκους εμπορευόμενους της ελληνικής παροικίας της Βενετίας. Εκείνη τη χρονιά, οι πάροικοι της Βενετία δημιούργησαν ελληνική εκκλησία και ελληνικό σχολείο. Κατά τη διάρκεια πια του 17ου αιώνα, οι Μοσχοπολίτες, μέσω του Δυρραχίου, είχαν αναπτύξει ιδιαίτερα στενές εμπορικές επαφές τόσο με τη Βενετία και την Αγκώνα, όσο και με άλλα ιταλικά λιμάνια της Αδριατικής. Δραστήριοι έμποροι ταξίδευαν μέχρι εκεί μεταφέροντας διαφόρων ειδών εμπορεύματα, από όλα τα μέρη των Κεντρικών Βαλκανίων, μέχρι τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Από εκεί επέστρεφαν όχι μόνο με άλλα εμπορεύματα ή κεφάλαια, αλλά και με πολύτιμες γνώσεις. Τα ταξίδια των εμπόρων στη Βενετία ακολουθούσαν παιδιά της Μοσχόπολης με σκοπό να σπουδάσουν στα σχολεία της ή να μαθητεύσουν κοντά σε μεγάλους εμπόρους. Ενδεικτικό είναι το γεγονός πως, μεταξύ 1694-1703 και 1712-1716, ο Μοσχοπολίτης λόγιος ιερέας Ιωάννης Χαλκεύς ή Χαλκείας ανέλαβε το έργο του σχολάρχη του Φλαγγίνειου Φροντιστηρίου και του ιεροκήρυκα στην ελληνική εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στη Βενετία, έχοντας αρχικά διατελέσει εφημέριος της ελληνικής παροικίας του Λιβόρνου. Την ίδια εποχή οι Μοσχοπολίτες ταξίδευαν μέχρι την Κωνσταντινούπολη όχι μόνο για δικές τους ή κοινοτικές υποθέσεις, αλλά εκτελώντας υπηρεσίες και για τους Βενετούς.
Οι επαφές με τη Βενετία συνεχίστηκαν μέχρι περίπου το 1761. Όλα αυτά τα χρόνια αρκετοί Μοσχοπολίτες εγγράφηκαν στα μητρώα της ελληνικής κοινότητας της Βενετίας και δε φαίνεται να διαφοροποιούνται από τα υπόλοιπα μέλη της. Καθώς όμως το εμπόριο της Βενετίας άρχισε να παρακμάζει, οι Μοσχοπολίτες, αλλά και άλλοι έμποροι Βλάχοι και μη, από διάφορες πόλεις της Μακεδονίας, στράφηκαν προς την Κεντρική Ευρώπη, ακολουθώντας τα πολυάριθμα καραβάνια που τραβούσαν για το βορρά. Ιδιαίτερα ευνοϊκές για αυτόν το νέο προσανατολισμό στάθηκαν οι συνθήκες του Πασσάροβιτς το 1718 και του Βελιγραδίου το 1739, ανάμεσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και την Αυστροουγγαρία των Αψβούργων. Έτσι από το 1718 και μέχρι το 1774 παρατηρείται μαζική εγκατάσταση Μοσχοπολιτών στα εδάφη της Αυστροουγγαρίας.
Ορισμένοι έφτασαν και μέχρι τη Βαρσοβία στην Πολωνία και τη Λειψία στη Γερμανία. Αρχικά αυτοί που βρέθηκαν εκεί ήταν μόνο άνδρες και κυρίως νέοι, οι οποίοι αναζητούσαν ευκαιρίες εμπορίου ή και μόνιμης εγκατάστασης. Οι πολλαπλές εμπορικές και βιοτεχνικές δραστηριότητές τους τους οδήγησαν σύντομα στη δημιουργία παροικιών τόσο στην Κεντρική Ευρώπη, (Βουδαπέστη, Βιέννη, Miskolcz, Novi Sad, Zemun, Szentendre, Kecskemet, Temesvar κ.α.), όσο και στα διάφορα μικρά και μεγάλα εμπορικά και διοικητικά κέντρα της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Αλβανίας. Δραστήριοι Μοσχοπολίτες έμποροι και βιοτέχνες ταξίδευαν και δούλευαν στα σημαντικότερα από τα ετήσια παζάρια αυτών των οθωμανικών επαρχιών. Τα ταξίδια, το εμπόριο και τα χρήματα των ξενιτεμένων δεν άργησαν να φέρουν ακόμη μεγαλύτερη πρόοδο.

Η οικονομική ευμάρεια ενίσχυσε και βελτίωσε τις συνθήκες για την πολιτιστική ανάπτυξη. Ιδιαίτερα ενδεικτικό είναι το γεγονός πως, από το 1715 μέχρι το 1760, κτίστηκαν 9 νέες και λαμπρές εκκλησίες. Όσες από αυτές στέκουν ακόμη όρθιες αποτελούν αδιάψευστους μέχρι και σήμερα μάρτυρες της ακμής και της δόξας της Μοσχόπολης. Ήδη πριν από το 1700 υπήρχε οργανωμένο ελληνικό σχολείο. Το σχολείο αυτό ακολούθησε την εξέλιξη και τις απαιτήσεις της εύρωστης και φιλοπρόοδης κοινωνίας του. Οι δάσκαλοί του είχαν μεγάλη μόρφωση και ακτινοβολία και οι Μοσχοπολίτες φρόντιζαν να μετακαλούν, για να διδάξουν σε αυτό, εξέχοντες λόγιους και από άλλα μέρη. Το 1744, καθώς προστέθηκαν νέοι κύκλοι σπουδών, το σχολείο της Μοσχόπολης εξελίσσεται στην περίφημη Νέα Ακαδημία και το 1750, όταν μεταφέρθηκε σε νέο κτίριο, ανάλογο με τη φήμη της και τις απαιτήσεις, ονομάστηκε Ελληνικό Φροντιστήριο. Ο κύκλος των σπουδών που προσέφερε ήταν ίσως από τους ανώτερους που ένας χριστιανός μπορούσε να παρακολουθήσει τότε στα Βαλκάνια, καθιστώντας ουσιαστικά τη Μοσχόπολη σε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του Ελληνικού Διαφωτισμού. Η βιβλιοθήκη του ήταν από τις λαμπρότερες και μεγαλύτερες στις βαλκανικές επαρχίες εκείνων των εποχών. Στο πλαίσιο της Νέας Ακαδημίας δημιουργήθηκε ορφανοδιοικητήριο και απλό ορφανοτροφείο για τη στέγαση και τη σίτιση των μαθητών, οι οποίοι έρχονταν να σπουδάσουν στα σχολεία της Μοσχόπολης από όλα σχεδόν τα Βαλκάνια. Μέσα στους κοινωνικούς θεσμούς που αναπτύχθηκαν ήταν και η λεγόμενη “κάσα των φτωχών”, ένα κοινοτικό ταμείο με σκοπό την ανακούφιση των λιγότερων προνομιούχων κατοίκων της πόλης. Από τα πιο αξιοθαύμαστα ιδρύματα αυτής της μοναδικής πολιτείας ήταν το τυπογραφείο, το οποίο πρωτολειτούργησε το 1720 ή το 1735. Τα τυπογραφικά στοιχεία του ήταν ελληνικά και κατ’ επέκταση ήταν το δεύτερο ελληνικό τυπογραφείο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μετά από αυτό της Κωνσταντινούπολης, (1627). Πολλοί νέοι της Μοσχόπολης και μαθητές των σχολείων της που έρχονταν εδώ από άλλα μέρη συνέχιζαν τις σπουδές τους σε σχολές και ιδρύματα της Αυστροουγγαρίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας, μέχρι και της Ολλανδίας. Δίκαια λοιπόν δόθηκε στη Μοσχόπολη ο τίτλος της “Νέας Αθήνας”. Εκτός από τη Μοσχόπολη ζωηρή εκπαιδευτική κίνηση αναπτύχθηκε και στο Βιθκούκι, τη Σίπισκα και την Κορυτσά, όπου αναφέρεται να λειτουργούν ελληνικά σχολεία κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα.
Αξίζει να επισημανθεί πως η συρροή στην αγορά και τα σχολεία της βλαχόφωνης Μοσχόπολης μετοίκων, εμπορευομένων, δασκάλων και μαθητών από όλη σχεδόν τη Βαλκανική, που μιλούσαν βλάχικα, ελληνικά, αλβανικά, και βουλγαρικά, οδήγησε στην έκδοση δύο περίφημων για την εποχή τους λεξικών. Η συγγραφή και η έκδοση των λεξικών αποσκοπούσε περισσότερο στην ενίσχυση της παιδείας των διάφορων αλλόγλωσσων, μη ελληνόφωνων, χριστιανών, καθώς η εκπαίδευση που τους προσφερόταν στη Μοσχόπολη, και όχι μόνο εκεί, χαρακτηριζόταν ουσιαστικά ως ελληνική. Το 1770 εκδόθηκε στη Βιέννη το βιβλίο “Πρωτοπειρία” του Θεόδωρου Αναστασίου Καβαλλιώτη, ενός από τους λαμπρότερους Μοσχοπολίτες δασκάλους και κορυφαία μορφή των ελληνικών γραμμάτων. Στο βιβλίο αυτό περιλαμβάνεται λεξικό 1.170 λέξεων της απλής νεοελληνικής ή ρωμέικης γλώσσας, της βλάχικης και της αλβανικής. Την προσπάθεια αυτή συνέχισε ένας από τους σημαντικότερους δάσκαλους της Νέας Ακαδημίας, ο ιερομόναχος Δανιήλ ο Μοσχοπολίτης, με το έργο “Εισαγωγική Διδασκαλία περιέχουσα Λεξικόν Τετράγλωσσον των τεσσάρων κοινών διαλέκτων, ήτοι της απλής Ρωμαϊκής, της εν Μοισία Βλαχικής, της Βουλγαρικής και της Αλβανικής”, το οποίο εκδόθηκε ή γράφηκε στη Μοσχόπολη το 1764 και ακολούθησαν εκδόσεις στη Βιέννη το 1794 και το 1802.

Πηγή: Δικτυακός τόπος “ΉΠΕΙΡΟΣ… Λαός - Παράδοση - Ιστορία” http://www.epirus-history.gr/main/

Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2010

ΓΛΩΣΣΙΚΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ… (9)


ΑΛΑΛΟΥΜ
Δημήτρη Ε. Ευαγγελίδη

Η μεταγραφή με λατινικούς χαρακτήρες ελληνικών τοπωνυμίων και επιθέτων σε επίσημα έγγραφα και κυρίως σε ενημερωτικές πινακίδες, αποτελεί πηγή αστείρευτου γέλιου, αλλά και μόνιμη αφορμή ειρωνικών σχολίων για την επιπολαιότητα του νεοελληνικού «κράτους». Θα σας εξηγήσω αμέσως το γιατί. Ταξιδεύοντας πρόσφατα στην Στερεά Ελλάδα έπεσε το μάτι μου σε μια πινακίδα και κόντεψε να μου φύγει το τιμόνι από τα χέρια! Η πινακίδα έγραφε Μπράλος και από κάτω φαρδιά–πλατιά με λατινικούς χαρακτήρες Mpralos!
Προσπάθησα να ανασυνθέσω με το μυαλό μου την διαδικασία που οδήγησε και οδηγεί στην ανάρτηση τέτοιων τερατουργημάτων, τα οποία εκθέτουν ανεπανόρθωτα τους κατασκευαστές τους: Μια περιφερειακή Δημόσια Υπηρεσία, κάποιος υπάλληλος που συντάσσει τον κατάλογο των ονομάτων με βάση τις οδηγίες των κεντρικών κάποιου Υπουργείου, ο εργολάβος που αναλαμβάνει να την κατασκευάσει. Δεν νομίζω ότι πρέπει να επιρρίψουμε τις ευθύνες σε κάποιον από αυτούς. Η ρίζα του κακού πρέπει να αναζητηθεί στο Υπουργείο Εσωτερικών, όπως διαπίστωσα, το οποίο έχει συντάξει οδηγίες για την μεταγραφή ελληνικών λέξεων με λατινικούς χαρακτήρες αντιστοιχώντας γράμμα προς γράμμα.
Ανάλογες οδηγίες δίνονται και στην έκδοση διαβατηρίων. Θυμάμαι την περιπέτεια του φίλου Ευρωβουλευτή Γιάννη Γκλαβάκη, του οποίου το όνομα στις επίσημες ανακοινώσεις του Ευρωκοινοβουλίου αναγράφεται ως Ioannis Gklavakis με βάση το ελληνικό διαβατήριό του, όπου το Γ μεταγράφηκε ως G, το κ ως k, το Λ ως L κ.λπ. με τα γνωστά αποτελέσματα. Όταν εξέφρασα την απορία μου γιατί δεν το διορθώνει, μου απάντησε ότι τρόμαξε και τα παράτησε όταν έμαθε την διαδικασία που απαιτούσε αυτή η διόρθωση.
Πιστεύω ότι το πρόβλημα ξεκίνησε με την επιπόλαια σκέψη της απλής μεταγραφής γράμμα προς γράμμα από το ελληνικό στο λατινικό αλφάβητο, όπως προανέφερα. Έτσι, αντί ο Μπράλος να γραφτεί Bralos, προέκυψε το φρικτότατο Mpralos, με την κατά γράμμα απόδοση στα λατινικά !!!
Περιέργως, αυτή η κατά γράμμα απόδοση έχει παρεκκλίσεις κατά περιοχές, Έτσι, στην εθνική οδό Αθηνών – Θεσσαλονίκης, υπάρχει μια τεράστια πινακίδα κοντά στο χωρίο Ράχες Φθιώτιδας, στον ομώνυμο κόμβο, όπου διαβάζουμε την εκδοχή Raches! Πρόσεξα αυτήν την γραφή όταν ταξίδευα κάποτε με υπεραστικό λεωφορείο προς την Αθήνα και ένα ζευγάρι τουριστών ζήτησε από τον οδηγό να σταματήσει στις Ρέητσες (sic), για να κατέβουν. Ο οδηγός δεν καταλάβαινε και μόνον όταν του έδειξαν τον χάρτη αντιλήφθηκε περί τίνος πρόκειται και έσπευσε να τους διορθώσει: Ράχες!, Ράχες!, Νο Ρέητσες! Τελικώς, οι ταλαίπωροι τουρίστες κατέβηκαν στο σωστό μέρος κουνώντας το κεφάλι τους. Πιθανολογώ ότι προβληματίστηκαν είτε για την ασχετοσύνη αυτών που έγραψαν στην πινακίδα αντί του σωστού στα αγγλικά Rahes, το λανθασμένο Raches, είτε κατηγόρησαν τους εαυτούς τους, που δεν είχαν καταλάβει ότι η πινακίδα ήταν στα γερμανικά και ήταν σωστά γραμμένη (στα γερμανικά το ch είναι πιο κοντά στο ελληνικό χ). Και όμως! Λίγο παρακάτω υπάρχει η ένδειξη ΕΞΟΔΟΣ όπου χρησιμοποιείται η αγγλική λέξη EXIT και όχι η γερμανική AUSFAHRT. Επομένως το φταίξιμο ήταν κάποιου ανόητου που δεν ξέρω πως του κατέβηκε να «μεταφράσει» τις Ράχες σε Raches.
Το συμπέρασμα από όλα αυτά είναι ότι πραγματικά υπάρχει πρόβλημα και επί τέλους πρέπει να παρθούν κάποιες αποφάσεις, αλλά από ανθρώπους με ευρύτητα πνεύματος, αλλά και με γλωσσικές γνώσεις, που θα μπορέσουν να λύσουν αυτόν τον γόρδιο δεσμό, ο οποίος πέρα από το φαιδρό στοιχείο, συχνά οδηγεί σε δυσάρεστες καταστάσεις και ταλαιπωρία, όπως π.χ. όταν ο ταμίας σε μια τράπεζα αρνήθηκε να μου πληρώσει ένα έμβασμα από το εξωτερικό, που ήταν στο όνομα Evangelidis, ενώ το (παλιό) διαβατήριό μου έγραφε Evaggelidis, σύμφωνα με την κατά γράμμα απόδοση!
Το ζήτημα όμως είναι τόσο περίπλοκο, που ίσως χρειαστεί να επανέλθουμε.
Δ. Ε. Ε.

(Πρωτοδημοσιεύθηκε στην εφημ. ΡΗΞΗ στις 06-9-08 φ. 40)

Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2010

Βούλγαροι (Bulgars, Bulgarians)


Εθνολογική κατάσταση των περι-Ευξείνιων χωρών και της ευρύτερης περιοχής γύρω στο 650 μ.Χ.


Όπως είναι γνωστό οι πρώτες εμφανίσεις (επιδρομές) Σλάβων στην Χερσόνησο του Αίμου χρονολογούνται από τον 6ο αιώνα μ.Χ. επί Ιουστινιανού Α΄ (527-565) και επομένως οποιαδήποτε σχέση των τότε (άρα και των σημερινών Σλάβων) με τους αρχαίους Μακεδόνες και τον Μ. Αλέξανδρο είναι πρακτικά αδύνατη, αν αναλογισθούμε το χάσμα των 900 χρόνων που μεσολαβεί και οι ισχυρισμοί των Σκοπιανών μόνον ως ανέκδοτο μπορεί να αντιμετωπισθεί. Οι Σλάβοι της εποχής εκείνης ήσαν υποτελείς των Αβάρων, ενός κεντροασιατικού νομαδικού λαού (πιθανόν πρωτοτουρκικής καταγωγής), εγκατεστημένου στις πεδιάδες της Παννονίας (η μετέπειτα Ουγγαρία), όπου είχαν ιδρύσει μια πρόσκαιρη αυτοκρατορία (Αβαρικό Χαγανάτο) και τους ακολουθούσαν ως βοηθητικά στρατεύματα.

Οι ουσιαστικές εγκαταστάσεις Σλάβων στον ελλαδικό χώρο αρχίζουν από τον 7ο αιώνα, την εποχή του αιμοσταγούς και ανίκανου αυτοκράτορα Φωκά (602-612), οπότε ολιγάριθμες ομάδες (πατριές) κτηνοτρόφων κυρίως Σλάβων, επωφελούμενες της αναταραχής στο βυζαντινό κράτος, εγκαθίστανται σε κάποιες άγονες και δύσβατες περιοχές της Μακεδονίας και Θεσσαλίας. Σύμφωνα με τις σπάνιες και ελάχιστες πηγές αυτής της περιόδου, οι περισσότεροι από αυτούς πιθανότατα αφομοιώθηκαν βαθμιαία μέσα στον πολυάριθμο γενικό ελληνικό πληθυσμό.

Μέχρι τον 9ο αιώνα

Ένα άλλο στοιχείο που αγνοείται ή παραβλέπεται είναι ότι ο αρχικός πυρήνας των Βουλγάρων που εγκαταστάθηκαν νοτίως του Δουνάβεως, στις θρακικές πεδιάδες και δημιούργησαν το πρώτο Βουλγαρικό κράτος (681), δεν ήσαν Σλάβοι. Προέρχονταν από την κεντρική Ασία και αρχικά, μεταξύ του 2ου αιώνα μ.Χ. και των μέσων του 7ου αιώνα, θα κυριαρχήσουν στην ποντική στέππα, στις εκτάσεις της σημερινής νότιας Ρωσσίας και νότιας Ουκρανίας, βορείως του Ευξείνου Πόντου. Γύρω στο 655 θα συντριβούν από τις δυνάμεις της αυτοκρατορίας των Χαζάρων και θα διασπαστούν σε δύο τμήματα. Το ένα θα εγκατασταθεί στην περιοχή του Βόλγα (Βούλγαροι του Βόλγα), ενώ το άλλο θα μετακινηθεί στην περιοχή του Δούναβη (Βούλγαροι του Δούναβη) και μετά την νίκη τους επί των Βυζαντινών θα ιδρύσουν το Βουλγαρικό κράτος, όπως προαναφέραμε. Οι υπόλοιποι, που παρέμειναν στην περιοχή της Αζοφικής, θα αφομοιωθούν από τους Χάζαρους.
Η γλώσσα τους (Πρωτο-Βουλγαρική), σύμφωνα με γλωσσολογικές έρευνες, ήταν συγγενής με την σημερινή Τσουβασική, μια γλώσσα της οικογένειας των Αλταϊκών γλωσσών (Μογγολικές, Τουρκικές, Μαντζουριανές-Τογγουσικές γλώσσες και διάλεκτοι). Οι Πρωτο-Βούλγαροι θα αφομοιώσουν βαθμιαία τα σλαβικά φύλα που ήσαν εγκατεστημένα στην Θράκη, καθώς και τους εκρωμαϊσμένους ή εξελληνισμένους απογόνους των αρχαίων Θρακών και έτσι θα προκύψει ο μετέπειτα βουλγαρικός λαός, ένα μείγμα των παραπάνω ανθρωπολογικών-φυλετικών στοιχείων. Στην διάρκεια αυτής της διαδικασίας, οι Πρωτο-Βούλγαροι θα χάσουν την αρχική τους γλώσσα και θα υιοθετήσουν την σλαβική γλώσσα των υποτελών τους, η οποία κατατάσσεται στην ομάδα των νοτίων Σλαβικών γλωσσών (Βουλγαρικά, Σερβικά, Κροατικά, Σλοβενικά).

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2010

Μετακινήσεις ελληνικών φύλων (Αιολείς)

Μετακινήσεις Αιολοφώνων

Αἰολεῖς: Κατά την παράδοση «… μία των 4 ελληνικών φυλών, ονομασθείσα ούτω από του Αιόλου, υιού και διαδόχου του Έλληνος …» (Λεξικόν Κυρίων Ονομάτων). Σήμερα ο όρος χρησιμοποιείται αφ’ ενός μεν ως συμβατική ονομασία των φύλων που ομιλούσαν την αιολική παραλλαγή της Κεντρικής διαλέκτου της πρωτο-Ελληνικής γλώσσας, αφ’ ετέρου δε για να προσδιορίσει τους κατοίκους της Αιολίδος δηλ. τους αιολόφωνους κατοίκους της μικρασιατικής παραλιακής περιοχής μεταξύ της Τρωάδος προς Βορράν και της Ιωνίας προς Νότον.
Σύμφωνα με τις πλέον πρόσφατα στοιχεία της γλωσσολογικής και αρχαιολογικής έρευνας, οι αρχικοί φορείς της αιολικής διαλέκτου, εντοπίζονται στις ανατολικές περιοχές της σημερινής δυτικής Μακεδονίας, όπου διαμορφώθηκε ως μία από τις δύο παραλλαγές (η άλλη είναι η Αρκαδική) της λεγομένης Κεντρικής διαλέκτου της πρωτο-Ελληνικής γλώσσας (Βλ. Χάρτη http://ethnologic.blogspot.com/2009/03/blog-post_6005.html).
Για το ζήτημα αυτό ο καθηγητής Μιχ. Σακελλαρίου αναφέρει (Ι.Ε.Ε. τομ. Α΄ σελ. 368-369) τα εξής:
«… Η αιολική διάλεκτος, που εξελίχθηκε από την βορειοανατολική παραλλαγή της προγενεστέρας κεντρικής διαλέκτου, εντοπίζεται στη Λέσβο, στην Τένεδο και στα απέναντι μικρασιατικά παράλια. Ωστόσο η Λέσβος αποικίσθηκε από Έλληνες μετά από το τέλος της Μυκηναϊκής Εποχής και τα μικρασιατικά παράλια ακόμη αργότερα. Πού ήταν λοιπόν τα αιολόφωνα στοιχεία πριν από το τέλος της Μυκηναϊκής Εποχής και ακόμη πιο πίσω;
Οι παραδόσεις για τον αποικισμό των Αιολέων στη Μ. Ασία αναφέρουν ως μητροπολιτικές χώρες διάφορες περιοχές της Θεσσαλίας, της Στερεάς, της Πελοποννήσου, καθώς και νησιά του Αιγαίου.
Επί πλέον, στις ίδιες περιοχές και σ’ άλλες ακόμη παρατηρούνται διαλεκτικά φαινόμενα που δηλώνουν αιολικό υπόστρωμα. Αλλά η αιολική διάλεκτος δεν μπορεί να διαμορφώθηκε από τη μια άκρη ώς την άλλη ενός τόσο εκτεταμένου και εσωτερικά διασπασμένου χώρου. Κοιτίδα της πρέπει να υπήρξε μια περιοχή πολύ πιο περιορισμένη και απομονωμένη. Αυτούς τους δύο όρους συνδυάζει η Θεσσαλία, προς την οποία άλλωστε συγκλίνουν οι ακόλουθες αποδείξεις :
1) Στα ιστορικά χρόνια, οι κάτοικοι της Πελασγιώτιδος (= η κεντρική και βορειοανατολική Θεσσαλία σημ. ΔΕΕ) μιλούσαν ένα ιδίωμα που παίρνει θέση ανάμεσα στην αιολική και στο ιδίωμα της Θεσσαλιώτιδος (η νοτιοδυτική Θεσσαλία σημ. ΔΕΕ.), το οποίο θεωρείται ως πλησιέστερο προς την γλώσσα που έφεραν οι Θεσσαλοί, όταν κατέκτησαν την χώρα μετά το τέλος της Μυκηναϊκής Εποχής.
2) Η μυκηναϊκή διάλεκτος έχει μερικά χαρακτηριστικά κοινά με την αιολική, γεγονός που εξηγείται όταν λάβουμε υπ’ όψει ότι οι Αχαιοί που μίλησαν τη μυκηναϊκή στην Πελοπόννησο και στην Κρήτη, μετανάστευσαν από τη νότια Θεσσαλία.
Η διαδικασία της διαμορφώσεως ήταν αρκετά προχωρημένη στην αρχή της Υστέρας Χαλκοκρατίας, όταν ένα μέρος των Αχαιών της Θεσσαλίας μετανάστευσε στη ΒΑ Πελοπόννησο. Επειδή πάλι, η διαμόρφωση μιάς διαλέκτου προϋποθέτει μακρά διαβίωση των φορέων της μέσα στον χώρο της διαμορφώσεως, είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι τα ελληνικά στοιχεία που πήραν το όνομα των Αχαιών μπήκαν στη Θεσσαλία γύρω στο 1900 π.Χ. Τότε θα έφθασαν όλοι γενικά οι φορείς της βορειοανατολικής παραλλαγής της κεντρικής διαλέκτου.
Σ’ αυτούς τους απώτερους προγόνους των ιστορικών Αιολέων δεν μπορούμε να δώσουμε ούτε συγκεκριμένο εθνικό όνομα ούτε κανένα άλλο διακριτικό γνώρισμα. Δεν γνωρίζουμε κάν, αν αποτελούσαν ένα ενιαίο φύλο ή περισσότερα. Στο τέλος της Μυκηναϊκής Εποχής είναι χωρισμένοι σε φύλα…»
Σημειώνουμε, ότι τα ονόματα αυτών των φύλων, μας είναι γνωστά πλέον και είναι τα ακόλουθα : Αχαιοί, Λαπίθες, Περραιβοί, Μινύες, Αινιάνες και Φλεγύες. Τα φύλα αυτά συχνά αναφέρονται και με την συλλογική ονομασία Πρωτο-Αιολείς.
Οι Αιολείς της Μικράς Ασίας έφθασαν στον χώρο εγκατάστασής τους (στα νησιά του ΒΑ Αιγαίου και τα απέναντι μικρασιατικά παράλια), κατά την περίοδο των μεγάλων μεταναστεύσεων οι οποίες σημειώθηκαν μετά τις αναστατώσεις που προκάλεσαν σε ολόκληρο τον Ελλαδικό χώρο νοτίως του Ολύμπου, οι κατακτήσεις των Δωριέων στην Πελοπόννησο και οι βίαιες μετακινήσεις πληθυσμών που ακολούθησαν. Στην Θεσσαλία, η εξάπλωση των Μαγνήτων και των Θεσσαλών, ανάγκασε πολλούς από τους παλαιότερους αιολόφωνους κατοίκους της, να αναζητήσουν νέες περιοχές εγκατάστασης, με αποτέλεσμα την έξοδό τους από την χώρα και την μετανάστευσή τους (μεταξύ 950-900 π.Χ.) στην περιοχή η οποία στους ιστορικούς χρόνους θα γίνει γνωστή ως Αιολίς.
Αξίζει να σημειώσουμε, κλείνοντας το θέμα, την σημαντική παρατήρηση που αναφέρει ο καθηγητής Μιχ. Σακελλαρίου (Ι.Ε.Ε. τομ. Α΄ σελ. 376) σχετικά με την ονομασία των Αιολέων της Μικράς Ασίας :
«… Ένα από τα ελληνικά φύλα της προϊστορικής Θεσσαλίας που μίλησαν την αιολική διάλεκτο έφερε κιόλας το όνομα Αιολείς. Υπολείμματά του επισημαίνονται αργότερα στη Θεσσαλική Μαγνησία και στην περιοχή Πλευρώνος και Καλυδώνος στην Αιτωλία. Όπως φαίνεται, τμήματα αυτού του φύλου που πέρασαν στη Λέσβο και στα απέναντι μικρασιατικά παράλια στάθηκαν αφορμή για να επεκταθεί το όνομά τους σε όλους όσους μιλούσαν την αιολική διάλεκτο…».

Από το βιβλίο του Δημήτρη Ε. Ευαγγελίδη: Λεξικό των αρχαίων ελληνικών και περι-ελλαδικών φύλων (βλ. http://ethnologic.blogspot.com/2009/10/61.html)

Κεντρική διάθεση: Βιβλιοπωλείο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ Ερμού 61 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010

ΓΛΩΣΣΙΚΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ… (8)


Η καθημερινή μας γλωσσική πραγματικότητα

ΓΛΩΣΣΙΚΟΙ ΑΧΤΑΡΜΑΔΕΣ
Δημήτρη Ε. Ευαγγελίδη


Σίγουρα θα έχετε ακούσει την έκφραση «ούτως ή άλλως» ή την λογιότερη «ούτως ή αλλέως» ή την αντίστοιχη «έτσι και αλλιώς», την οποία χρησιμοποιούμε όλοι μας, εννοώντας ότι θα κάνουμε κάτι ή θα συμβεί κάτι, που είναι αναπόφευκτο ή αποφασισμένο:
Ούτως ή άλλως, σκόπευα να πουλήσω το αυτοκίνητό μου.
Έτσι κι αλλιώς, σε λίγες μέρες έρχεται το Πάσχα.
Τα τελευταία χρόνια όμως ακούω ολοένα και συχνότερα την έκφραση «ούτως ή αλλιώς» (sic) και μάλιστα από άτομα υποτίθεται μορφωμένα ή εν πάση περιπτώσει, που το μορφωτικό τους επίπεδο είναι πάνω από τον μέσο όρο και δεν περιμένεις να κάνουν τέτοια γλωσσικά λάθη. Πιστεύω ότι αυτά τα δημοτικο-καθαρευουσιάνικα μπερδέματα, κοινώς «αχταρμάδες» (κατά τις οθωμανικές μας παραδόσεις), οφείλονται στις γενικότερες επιπτώσεις των γλωσσοπολιτικών μας φανατισμών, τότε που όταν κάποιος χρησιμοποιούσε κάποια λόγια έκφραση ή λέξη, αυτομάτως μετατάσσονταν στην κατηγορία των υπόπτων ακροδεξιών (τουλάχιστον), μια και δεν εκφραζόταν στην «πλέρια γλώσσα του λαού».
Υποθέτω λοιπόν ότι όσοι διαπράττουν αυτό το λάθος έχουν κάποια απωθημένα εκείνης της εποχής και ενώ ξεκινούν με το λόγιο «ούτως», ασυναίσθητα αυτολογοκρίνονται και τελειώνουν την εν λόγω έκφραση με το «έτσι» της καθομιλουμένης, με τα γνωστά αποτελέσματα. Βεβαίως, δεν αγνοώ και την ζημιά που κάνουν διάφοροι αγράμματοι δημοσιογραφίσκοι και "ρεπόρτερς" (sic) στις νεώτερες γενιές, στις οποίες οι πολυποίκιλες "εχπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις" της Δημόσιας εκπαίδευσης τις έχουν στερήσει από μια επιμελημένη γλωσσική παιδεία και έτσι αποτυπώνοντας τα "ακούσματα" από την τηλεόραση ή το ραδιόφωνο καταλήγουν να κακοποιούν την γλώσσα.

Το περί απωθημένων πάντως που προανέφερα και το ότι δεν πρόκειται απλώς για μια υποθετική κατάσταση που έβγαλα από το μυαλό μου, το επιβεβαίωσε ένα πρόσφατο γεγονός που συνέβη στο Βερολίνο, όπου ήμουν κεντρικός εισηγητής σε μια ημερίδα που οργανώθηκε από έναν ελληνικό κρατικό οργανισμό για την προώθηση των προϊόντων συγκεκριμένου παραγωγικού κλάδου. Παρεμπιπτόντως, αξίζει να αναφέρω και ένα άλλο γεγονός, το οποίο συνέβη στην ίδια εκδήλωση, χαρακτηριστικό της αρχοντοχωριατιάς που έχει καταλάβει ορισμένους, οι οποίοι επιδιώκουν να αυτοεπιβεβαιωθούν, παριστάνοντας τους «Ευρωπαίους»: Ενώ αρχικά μας είχε δηλωθεί ότι θα μιλήσουμε ελληνικά με μεταφραστές στα γερμανικά, ξαφνικά κάποιος από την Αθήνα, την τελευταία στιγμή, απεφάσισε να μιλήσουμε στα Αγγλικά! Παρά τις διαμαρτυρίες μου για το γελοίο του πράγματος και παρά το ότι τους επισήμανα πως στο Ευρωκοινοβούλιο, όπου είχα προσκληθεί ως ειδικός σε κάποια Επιτροπή, οι υπεύθυνοι της Γραμματείας, μου ζήτησαν ευγενικά να μιλήσω στα Ελληνικά και όχι στα Αγγλικά, οι «Έλληνες» διοργανωτές στο Βερολίνο επέμεναν στην απόφασή τους, με την (φτηνή) δικαιολογία ότι ήδη είχαν ρυθμιστεί οι λεπτομέρειες με τους μεταφραστές και θα ήταν πολύ δύσκολο να γίνει νέα συμφωνία την τελευταία στιγμή. Έδωσα τόπο στην οργή μόνον όταν ένας φίλος μου με παρακάλεσε θερμά να μη επιμείνω και να πάω, για να μη «τιναχτεί η εκδήλωση στον αέρα» όπως μου είπε. Κλείνει η παρένθεση.
Πριν από την εκδήλωση, κάποιος υπάλληλος της ελληνικής Πρεσβείας, μας ενεχείρισε μια συνοπτική έκθεση του εμπορικού τμήματος με πολλές και ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την οικονομική κατάσταση της Γερμανίας και τις εμπορικές συναλλαγές της με την Ελλάδα (όχι, δεν ανέφερε τίποτε για την Ζήμενς!).
Σε κάποιο σημείο της Έκθεσης διαπίστωσα ότι υπήρχε μια αναφορά στην λίμνη Μποντενζέε (Bodensee), η οποία βρίσκεται στα σύνορα Γερμανίας – Ελβετίας και καλύπτει ένα μεγάλο τμήμα τους. Η λίμνη ονομάζεται και Konstanz (Κονστάντς), από την ομώνυμη γερμανική πόλη που βρίσκεται στις όχθες της και με αυτήν την ονομασία είναι περισσότερο γνωστή (π.χ. αγγλ. Lake Constance). Με μεγάλη μου έκπληξη διάβασα ότι στα ελληνικά μεταφράστηκε ως λίμνη της Κωστάντζας! Αναζήτησα τον συντάκτη και όταν τον συνάντησα μετά την εκδήλωση, του υπέδειξα με εύσχημο τρόπο ότι η εν λόγω λίμνη στα ελληνικά ονομάζεται «λίμνη της Κωνσταντίας» και όχι της Κωνστάντζας και θα έπρεπε να διορθωθεί ώστε να μη προκαλείται σύγχυση με το λιμάνι της Κωστάντζας (Constanţa) στην Ρουμανία.
Την αποστομωτική απάντησή του θα την θυμάμαι για πολλά χρόνια:
–Μα αγαπητέ μου το Κωνσταντία είναι καθαρευουσιάνικο και γι’ αυτό το γράψαμε Κωνστάντζα..
Φοβούμενος το εγκεφαλικό έφυγα χωρίς να πω κουβέντα…
Επανέρχομαι στις εκφράσεις «ούτως ή άλλως» ή «ούτως ή αλλέως» ή «έτσι και αλλιώς», με την παρατήρηση ότι καλόν θα είναι να αποφεύγουμε την ανύπαρκτη στα (σωστά) ελληνικά έκφραση «ούτως ή αλλιώς», εκτός εάν δεχτούμε την θεωρία που «λανσάρουν» ορισμένοι, ότι δηλ. εφ’ όσον χρησιμοποιείται από πολλούς είναι και αυτή σωστή!!!
Οφείλω πάντως να ομολογήσω ότι (ευτυχώς) δεν έχω ακούσει ακόμα την έκφραση «έτσι και άλλως», κάτι που μου δίνει ελπίδες ότι το γλωσσικό αισθητήριο του λαού μας δεν έχει απονεκρωθεί εντελώς!

Πρωτοδημοσιεύθηκε στην εφημ. ΡΗΞΗ στις 05-7-08 φ. 38

Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2010

Προελληνικοί λαοί (1)

Προελληνικοί λαοί του μεσογειακού υποστρώματος

Τα παρακάτω λήμματα περιέχονται στο «Λεξικό των Αρχαίων Ελληνικών και περι-ελλαδικών φύλων» – ΚΥΡΟΜΑΝΟΣ (β΄ έκδοση συμπληρωμένη) Θεσσαλονίκη 2004, του Δημήτρη Ε. Ευαγγελίδη [Κεντρική διάθεση: Βιβλιοπωλείο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ Ερμού 61 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ]


Ἒκτηνες ἤ Ἐκτῆνες ἤ Ἑκτῆνες: Προελληνικό φύλο του λεγομένου «Μεσογειακού» υποστρώματος (βλ. ανάρτηση ΠΡΟΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΛΑΟΙ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΕΣ) που εντοπίζεται στην Βοιωτία. Κατά το Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας του Αλεξ. Ραγκαβή, οι Ἑκτῆνες ήσαν «...επί Ωγύγου κάτοικοι και αυτοί της παρά τον Ασωπόν Βοιωτίας, καταστραφέντες υπό λοιμού (Παυσ. Θ΄ 5,1)...». Σύμφωνα με διασωθέντα αποσπάσματα του Λέσβιου ιστορικού του 5ου π.Χ. αιώνα Ελλάνικου, οι Έκτηνες θεωρούνται ως οι πρώτοι κάτοικοι της Βοιωτίας, ιδρυτές των Θηβών επί του βασιλέως αυτών Ωγύγου. Θα τους διαδεχθούν Άονες και Ύαντες.

Ἐτεόκρητες: Προελληνικό φύλο της Κρήτης, αναφερόμενο στον Όμηρο (Οδύσ. Τ 176) ως «…Ετεόκρητες μεγαλήτορες…» δηλ. Ετεόκρητες γενναιόκαρδοι. Το επίθετο ετεός σημαίνει γνήσιος, άρα Ετεόκρητες = γνήσιοι Κρητικοί, δηλαδή αυτόχθονες. Από αυτήν την ονομασία τους, συμπεραίνεται ότι οι Ετεόκρητες, όπως και οι Κύδωνες, ήσαν απόγονοι των Μινωϊτών, δηλαδή των πανάρχαιων κατοίκων της Κρήτης, οι οποίοι ανήκαν στο λεγόμενο «Μεσογειακό» προελληνικό υπόστρωμα, αναμεμιγμένοι με αχαϊκά στοιχεία μετά την κατάκτηση της νήσου (περίπου 1450 π.Χ.) από τους Αχαιούς (Μυκηναίους).
Μετά την εισβολή και κατάληψη της Κρήτης από τους Δωριείς (γύρω στο 1100 π.Χ.), οι Ετεόκρητες θα εγκαταλείψουν την κεντρική περιοχή της μεγαλονήσου και θα καταφύγουν στο ανατολικό τμήμα (σημερινή επαρχία Σητείας) με κέντρο τους την Πραισό. Η Πραισός θα διατηρήσει την ανεξαρτησία της μέχρι το 140 π.Χ. οπότε και θα καταστραφεί από την συμμαχία των γειτονικών πόλεων Ιεράπυτνας και Ιτάνου.
Πιθανολογείται ότι Ετεόκρητες είχαν παραμείνει και στις άλλες περιοχές της Κρήτης, αλλά αφομοιώθηκαν από τα ελληνικά φύλα. Στην περιοχή της Σητείας η κρητομυκηναϊκή παράδοση φαίνεται ότι διατηρήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα, μέχρι τους Ρωμαϊκούς χρόνους (βλ. R.W.Hutchinson: Prehistoric Crete “Pelican” 1962).
Οι Ετεόκρητες θα συνεχίσουν να μιλούν την γλώσσα τους και να διατηρούν την ταυτότητά τους έως τα ύστερα κλασσικά χρόνια, όπως φανερώνουν τα επιγραφικά στοιχεία που γνωρίζουμε και τα οποία ανήκουν στον 6ο, 4ο και 3ο αιώνα π.Χ. Περίφημες είναι οι επιγραφές της Πραισού και της Δρήρου, γραμμένες στο ελληνικό αλφάβητο, αλλά στην «ετεοκρητική» - προφανώς μινωϊκή – γλώσσα, η οποία δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί ακόμη.
Οι περισσότεροι ερευνητές δέχονται ότι η "ετεοκρητική" δεν ανήκει στην ομάδα των αριοευρωπαϊκών (ινδοευρωπαϊκών) γλωσσών. Σύμφωνα πάντως με τις απόψεις του μεγάλου Γερμανού γλωσσολόγου Π. Κρέτσμερ (Paul Kretschmer 1866-1956), η γλώσσα των Ετεοκρητών ήταν μια μεικτή γλώσσα με πολλά πρώϊμα Μικρασιατικά στοιχεία, συγγενική με τις γλώσσες των προ-αριοευρωπαϊκών λαών της Μ. Ασίας και ιδιαίτερα της περιοχής της Λυδίας, αλλά και με την γλώσσα των Τυρρηνών. Η θεωρία αυτή έχει αμφισβητηθεί από πολλούς ερευνητές.
Υπενθυμίζουμε, ότι στην περιοχή της Λυδίας αναφέρονται στην Ιλιάδα (Β 864-866), οι Μαίονες ως σύμμαχοι των Τρώων, οι οποίοι θεωρούνται Αριοευρωπαϊκό μικρασιατικό φύλο που αναμίχθηκε σε μεγάλο βαθμό με τους αυτόχθονες κατοίκους (βλ. Δημ. Ε. Ευαγγελίδη: Καταγ. Αριοευρ. τόμ. Β΄ - Κεφ. 6 τμ. ε΄ Οι λαοί της Μ. Ασίας).
Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι στην γειτονική νήσο Κάρπαθο μνημονεύεται η ύπαρξη των Ετεοκαρπαθίων, οι οποίοι άφησαν επίσης επιγραφικά κατάλοιπα. Είναι άγνωστο εάν ο λαός αυτός ταυτιζόταν με τους Ετεόκρητες, ήταν συγγενικός ή άσχετος φυλετικά και γλωσσικά.

Κύδωνες: Πανάρχαιο κρητικό φύλο αυτοχθόνων, το οποίο μνημονεύεται στον Όμηρο (Οδύσσεια, Γ 292 και Τ 176). Ο Στράβων (Ι΄ ΙV. 6) αναφέρει ότι κατοικούσαν στο δυτικό μέρος της Κρήτης, ενώ οι Ετεόκρητες στο νότιο τμήμα της μεγαλονήσου.
Οι Κύδωνες είχαν ως κυριότερο κέντρο τους την πόλη Κυδωνία (σημερινά Χανιά) και σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις ανήκαν στο προελληνικό «Μεσογειακό υπόστρωμα». Η γλώσσα τους δεν ήταν ελληνική, όπως και του γειτονικού τους λαού της Πολυρρηνίας, στα νότια της Κυδωνίας.
Εξ άλλου, σύμφωνα με την παράδοση, ο μυθικός ιδρυτής της Κυδωνίας ήταν ο Κύδας, γιος του Ερμή και της κόρης του Μίνωα, Ακακαλλίδος (βλ. Hutchinson: Prehistoric Crete, σελ. 58), αλλά σύμφωνα με άλλη εκδοχή (Διόδωρος 5, 78, 2), ιδρυτής ήταν ο ίδιος ο Μίνως.
Η Κυδωνία είχε κατοικηθεί από την Μεσομινωϊκή Εποχή (17ος αιώνας π.Χ.) και θεωρείται η τρίτη σε μέγεθος και σπουδαιότητα πόλη της αρχαίας Κρήτης.

Αργυρός στατήρ Κυδωνίας
(τέλη 4ου αιώνα π.Χ.)

Αρκετούς αιώνες αργότερα, γύρω στο 520 π.Χ. Σάμιοι φυγάδες θα εκδιώξουν τους Ζακύνθιους Δωριείς από την περιοχή και θα εγκατασταθούν εκεί, αλλά τον έκτο χρόνο οι Αιγινήτες συμμάχησαν με τους Κρήτες, νίκησαν τους Σάμιους τους οποίους υποδούλωσαν και κατέλαβαν την πόλη (Ηρόδοτος, Γ΄ 59).

Κυλικρᾶνες: Προελληνικό φύλο του λεγομένου «Μεσογειακού» υποστρώματος, που κατοικούσε στην Τραχίνα της Φθιώτιδος, στον μυχό του Μαλιακού κόλπου (στις νότιες ακτές του) και είχε επιζήσει μέχρι τους Μυκηναϊκούς χρόνους. Μνημονεύονταν από τους αρχαίους συγγραφείς ως εχθροί του Ηρακλέους. Η ονομασία τους, σύμφωνα με μια μαρτυρία, προέρχεται από την βαρβαρική συνήθεια των Κυλικράνων να στίζουν στο επάνω μέρος του βραχίονά τους σχηματίζοντας μια κύλικα (Λεξικό Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα).
Ως πρωτεύουσα τους αναφερόταν η πόλη Οιχαλία στην Τραχίνα, η οποία συγχέεται συχνά στους μύθους με άλλες ομώνυμες πόλεις που υπήρχαν σε διάφορα μέρη της Ελλάδος, κυρίως με την Οιχαλία της Μεσσηνίας.
Σύμφωνα με την παράδοση (Απολλοδ. Β΄ VΙΙ. 7), ο Ηρακλής και οι σύμμαχοί του, Επικνημίδιοι Λοκροί, Μηλιείς (Μαλιείς) από την Τραχίνα και Αρκάδες (στην πραγματικότητα Αζάνες), εισέβαλαν στην περιοχή της Τραχίνος και αφού ο Ηρακλής σκότωσε τον βασιλιά των Κυλικράνων Εύρυτο, κατέλαβαν την Οιχαλία την οποία κατέστρεψαν και στην θέση της ίδρυσαν την Ηράκλεια. Οι Κυλικράνες έγιναν φόρου υποτελείς, δούλοι και καλλιεργητές των αγρών των Ηρακλεωτών. Οι Ηρακλεώτες δεν τους παραχώρησαν ποτέ πολιτικά δικαιώματα και πάντοτε τους θεωρούσαν αλλόφυλους (Πολέμων παρ’ Αθην. 11, 462α).
Ο Στράβων αναφέρει (Θ΄ IV. 13) ότι η Ηράκλεια απέχει από την αρχαία Τραχίνα 6 στάδια (περίπου 1 χιλιόμετρο).
Αργότερα, με την ανάμειξη μύθων της Τραχίνας για τον Ηρακλή και την Ομφάλη με διάφορες λυδικές παραδόσεις, επικράτησε η άποψη ότι οι Κυλικράνες ήλθαν από την Τραχίνα της Λυδίας (Πολέμων παρ’ Αθην. 11, 462α και Νίκανδρος παρ’ Αθην. 461).

Λέλεγες: Αρχαιότατος προελληνικός λαός, του λεγομένου «Μεσογειακού υποστρώματος», της ίδιας καταγωγής ή στενά συγγενής με τους Μινωΐτες της Κρήτης. Στις παραδόσεις αναφέρονται ως φιλοπόλεμοι νομάδες, συχνά πειρατές, διεσπαρμένοι στην δυτική και νότια Μικρά Ασία, στην νησιωτική Ελλάδα και στις παραλιακές περιοχές της. Συγχέονται με τους Κάρες και τους Πελασγούς (κυρίως με τους πρώτους), θεωρούμενοι συχνά από τους αρχαίους συγγραφείς (Εκαταίος, Ηρόδοτος, Στράβων, Θουκυδίδης, Παυσανίας κ.λ.π.) ως ένα ενιαίο έθνος που κατοικούσε στον ελλαδικό χώρο πριν από τους Έλληνες.
Η ύπαρξή τους είναι γνωστή στα ομηρικά έπη και στην Ιλιάδα αναφέρονται ως σύμμαχοι των Τρώων, με βασιλιά τους τον Άλτη (Κ 429, Φ 86). Ο Όμηρος πάντως τους διακρίνει σαφώς από τους Κάρες.
Αντίθετα ο Ηρόδοτος (Α΄ 171) αποτελεί την βασική πηγή σύγχυσης μεταξύ των δύο αυτών λαών, αναφέροντας Κρητικές παραδόσεις σύμφωνα με τις οποίες οι Κάρες παλαιότερα ονομάζονταν Λέλεγες.
Ο Στράβων μνημονεύει (Ζ΄ VII. 1) την ύπαρξή τους στον ελλαδικό χώρο ανάμεσα σε άλλους λαούς (Δρύοπες, Καύκωνες, Πελασγούς) που κατοικούσαν την χώρα πριν από τους Έλληνες, κυρίως όμως ως κατοίκους της δυτικής Μικράς Ασίας. Αναφέρει μάλιστα και λεπτομέρειες (Ζ΄ VII. 2):
«…Στην περιοχή της Μιλήτου μερικοί οικισμοί λέγονται των Λελέγων, ενώ σε πολλά μέρη της Καρίας υπάρχουν τάφοι Λελέγων και έρημα χωριά που λέγονται Λελέγεια. Η χώρα που λέγεται σήμερα Ιωνία την κατοικούσαν Κάρες και Λέλεγες. Τους έδιωξαν οι Ίωνες και κατέλαβαν την χώρα. Ακόμα παλαιότερα, οι πορθητές της Τροίας (σ.σ. εννοεί τους Αχαιούς-Μυκηναίους κατακτητές της Τροίας, στον Τρωϊκό πόλεμο ) έδιωξαν τους Λέλεγες από τους τόπους τους κοντά στην Ίδη, στην Πήδασο και τον ποταμό Σατνιόεντα…». Επιχειρεί στην συνέχεια και ερμηνεία του ονόματός τους, που το ετυμολογεί από την ρίζα λεγ- που σημαίνει και «συγκεντρώνω» (π.χ. συλ-λέγ-ω): «…η ετυμολογία του ονόματος εμένα μου φαίνεται ότι φανερώνει ανθρώπους που ήταν μαζώματα από πολλούς λαούς…». Δυστυχώς και ο Στράβων, παρασυρόμενος προφανώς από τον Ηρόδοτο, συντηρεί την σύγχυση μεταξύ Καρών και Λελέγων (Ζ΄ VII. 2 και ΙΔ΄ ΙΙ. 27), αναφέροντας π.χ. ότι: «…τους Λέλεγες μερικοί τους θεωρούν Κάρες, άλλοι μόνον γείτονες και πολεμικούς συμμάχους…».
Συγκεντρώσεις Λελέγων εντοπίζονται, εκτός από τα νησιά του Αιγαίου (Χίος, Σάμος, Κυκλάδες), στις Εχινάδες νήσους μεταξύ Λευκάδας και ακτών της Ακαρνανίας (όπου ζούσαν στην αρχαιότητα οι διαβόητοι πειρατές Τάφιοι και Τηλεβόες, αναγνωρισμένοι απόγονοι Λελέγων), στην Ακαρνανία, στην Αιτωλία, στα Μέγαρα, στην Βοιωτία και στην Λοκρίδα και κυρίως στην Λακωνία η οποία ονομαζόταν παλιά Λελεγηΐς. Σύμφωνα με την παράδοση, γενάρχης των Λελέγων ήταν ο Λέλεξ, βασιλεύς των Μεγάρων, υιός του θεού Ποσειδώνος και της Λιβύης. Αναφέρεται όμως και άλλος Λέλεξ «…αυτόχθων, βασιλεύς της Λακεδαίμονος, πατήρ του Ευρώτα…» (βλ. Λεξ. Κυρίων Ονομ.).
Υπήρχαν τέλος παραδόσεις (Αριστοτέλης, Πολιτεία Αιτωλών) σύμφωνα με τις οποίες οι Λοκροί, ήσαν απόγονοι Λελέγων ή κυβέρνησαν Λέλεγες (Ησίοδος, Απόσπ.234).
Συγκεντρώνοντας όλο αυτό το υλικό και σε συνδυασμό με νεώτερα γλωσσολογικά και αρχαιολογικά στοιχεία, οι ερευνητές κατέληξαν σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα:
«…Το εθνικό όνομα Λέλεγες έχει ενικό αριθμό χωρίς λε- : Λέξ. Το λε- που μπαίνει στον πληθυντικό δεν είναι παρά το πρόθημα που διαφοροποιεί αυτόν τον αριθμό από τον ενικό στη γλώσσα των Χάττι, λαού που κατοίκησε στη Μ. Ασία πριν από τους Ινδοευρωπαίους (=Αριοευρωπαίους. Εννοούνται οι περίφημοι Χετταίοι ή Χιττίτες που κατέκτησαν γύρω στο 1800 π.Χ. το μεγαλύτερο τμήμα της Μικράς Ασίας και υπέταξαν τους ιθαγενείς Χάττι, από τους οποίους όμως πήραν το όνομα, σ.σ.). Άρα οι Λέλεγες μιλούσαν την ίδια γλώσσα με τους Χάττι. Τα ονόματα των Τυρρηνών, των Εκτήνων και των Κυλικράνων, μπορούν να αποδοθούν στο μεσογειακό υπόστρωμα γιατί δεν προσφέρονται σε ινδοευρωπαϊκή (=αριοευρωπαϊκή, σ.σ.) ετυμολογία και γιατί το επίθημα –αν–  που περιέχουν δεν είναι ινδοευρωπαϊκό, αλλά μεσογειακό, γεγονός που δεν εμπόδισε βέβαια να χρησιμοποιηθεί αργότερα στον σχηματισμό ονομάτων ινδοευρωπαϊκών φύλων, μεταξύ άλλων και ελληνικών. Από το ίδιο υπόστρωμα έχουν διασωθή τοπωνύμια διαδεδομένα στην Ιβηρική χερσόνησο, στη Ν. Γαλλία, στην Ιταλία, στη Βαλκανική μαζί με την Ελλάδα, στη Μ. Ασία, στον Καύκασο. Όλα έχουν μονοσύλλαβες ρίζες με ένα φωνήεν που αποδίδεται άλλοτε με α και άλλοτε με ε, π.χ. Καρ- / Κερ-, Καλ- / Κελ-, Γαρ- / Γερ-, Σαλ- / Σελ-, Ταβ- / Τεβ- : φαίνεται ότι οι Ινδοευρωπαίοι που διετήρησαν αυτά τα τοπωνύμια δυσκολεύθηκαν να προφέρουν με ακρίβεια ένα ξένο φωνήεν που ήταν ανάμεσα σε α και ε. Κάθε μια από αυτές τις ρίζες περιέχεται κατά κανόνα σε ονόματα τόπων που έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Από αυτή τη παρατήρηση εξάγεται το συμπέρασμα ότι κάθε τέτοια ρίζα ήταν το όνομα του αντιστοίχου πράγματος στην πανάρχαιη αυτή γλώσσα…
…Η άφιξη των πρώτων Ινδοευρωπαίων στην Ελλάδα, χρονολογείται στην αρχή της Χαλκοκρατίας (= Εποχή του Ορειχάλκου σ.σ.). Άρα οι λαοί που μιλούσαν αυτή τη γλώσσα θα επεκράτησαν στην Ελλάδα ενωρίτερα, έως το τέλος της Νεολιθικής Εποχής, σε μερικά μέρη και έως την αρχή της Χαλκοκρατίας. Πότε ήλθαν; Προς το παρόν δεν μπορεί να δοθή απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα…» (Ι.Ε.Ε. τομ. Α΄, σελ. 356-357).

Μινωΐτες: Συμβατική ονομασία των κατοίκων της Κρήτης, των δημιουργών του εκπληκτικού Μινωϊκού Πολιτισμού (2800-1450 π.Χ.). Ανήκαν στο προελληνικό «Μεσογειακό» υπόστρωμα και ήσαν συγγενείς με τους Λέλεγες. Μετά την κατάκτηση της Κνωσσού και τμήματος της Κρήτης από τους Αχαιούς (Μυκηναίους), γύρω στο 1450 π.Χ., θα αφομοιωθούν βαθμιαία και θα συγχωνευθούν μαζί τους καθώς και με τους Δωριείς που αργότερα (γύρω στο 1100 π.Χ.) θα εισβάλουν και θα εγκατασταθούν επίσης στην μεγαλόνησο, κατακτώντας το μεγαλύτερο τμήμα της.
Οι απόγονοι των Μινωϊτών, θα καταφύγουν στο ανατολικό τμήμα της Κρήτης και θα γίνουν γνωστοί ως Ετεόκρητες. Ένα άλλο φύλο Μινωϊτών, οι Κύδωνες, κατοικούσαν στην δυτική Κρήτη.
Εικάζεται ότι οι Μνώες, που ανήκαν στην τάξη των δούλων στην Κρήτη και μνημονεύει μεταξύ άλλων και ο Στράβων (ΙΒ΄ ΙΙΙ. 4), ήσαν οι υποδουλωμένοι στους Δωριείς απόγονοι των Μινωϊτών, οι οποίοι μάλιστα είχαν διατηρήσει και το δικαίωμα να συνέρχονται σε σύνοδο (βλ. λήμμα Μνωΐται στο Λεξ. Ελλην. Αρχαιολ.).
Μινωΐτες ήσαν ασφαλώς και οι Τερμίλες, όπως, σύμφωνα με την παράδοση (Ηρόδοτος, Α΄ 173 – Παυσανίας, Α΄ 19), ονομάζονταν οι οπαδοί του Σαρπηδόνα, που εκδιώχθηκαν από την Κρήτη και κατέφυγαν στην περιοχή της Λυκίας. Για λεπτομέρειες βλ. στο λήμμα Λύκιοι, του παρόντος Λεξικού. Θα πρέπει να αναφέρουμε ότι ο όρος δημιουργήθηκε από τον Σερ Άρθουρ Έβανς τον φημισμένο ανασκαφέα (από τα τέλη του 19ου αιώνα) της Κνωσσού, για να περιγράψει τους προελληνικούς πληθυσμούς της Κρήτης, πριν από την Μυκηναϊκή κατάκτηση της νήσου γύρω στο 1450 π.Χ.

Τυρρηνοί ἤ Τυρσηνοί: Πανάρχαιο προελληνικό φύλο, εντοπιζόμενο σε διάφορες περιοχές γύρω από την ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο, ιδιαίτερα στην Λήμνο. Κατά το Λεξικόν της Ελλ. Αρχαιολ. «…εκ του συνδυασμού δε των εγχωρίων μετά των Τυρσηνών παρήχθη ο λαός των Τυρρηνών ή Τόσκων, ους συνήθως οι Ρωμαίοι εκάλουν Ετρούσκους…». Ο Ηρόδοτος τους αναφέρει (Α΄ 94) ως κατοίκους της Λυδίας, οι οποίοι λόγω λιμού αναγκάσθηκαν να μεταναστεύσουν από την Μ. Ασία στην Ιταλία με επικεφαλής τους τον Τυρσηνό, τον γιο του βασιλιά των Λυδών Άτυ, από τον οποίο ονομάσθηκε η νέα χώρα Τυρσηνία.
Αντίθετα, ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς (Α΄ 28, 30), όχι ιδιαίτερα αξιόπιστος ιστορικός, τους θεωρεί αυτόχθονες της Ιταλικής χερσονήσου (βλ. λεπτομέρειες στο λήμμα Ετρούσκοι). Αρκετοί από τους νεώτερους ερευνητές πάντως, επιμένουν για την σχέση των Ετρούσκων της Ιταλίας με την Μ. Ασία με αξιόλογα επιχειρήματα (βλ. άρθρο του Giovanni Pugliese Carratelli στο ογκώδες συλλογικό έργο: The Western Greeks, 1996 σελ. 145).

Υπάρχει τέλος και η περίφημη επιγραφή της Λήμνου (γνωστή από το 1885), του 6ου αιώνα π.Χ. (βλ. Εικόνα ), στην οποία χρησιμοποιήθηκε ένα είδος γραφής στενά συγγενικής με την ετρουσκική γραφή, η οποία προήλθε ως γνωστόν από ένα δυτικό ελληνικό (Ευβοϊκό) αλφάβητο. Εικάζεται ότι η γλώσσα των πανάρχαιων κατοίκων της Λήμνου (Τυρρηνών, κατά την παράδοση) ήταν συγγενική με την γλώσσα των Ετρούσκων.

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2010

Ειδήσεις στα αρχαία ελληνικά (5)



Και άλλες διεθνείς ειδήσεις στα αρχαία ελληνικά από την ιστοσελίδα του Καταλανού καθηγητή κλασσικής φιλολογίας Joan (= Ιωάννης στα καταλανικά, στα ισπανικά Juan = Χουάν) Coderch-i-SanchoAkropolis World Νews” (http://www.akwn.net/).
Η πρώτη είδηση παρουσιάζει το σκάνδαλο με την βουλευτίνα και σύζυγο του Πρωθυπουργού της Βορείου Ιρλανδίας (υπό αγγλική διοίκηση), η οποία "διευκόλυνε" με παράνομες επιδοτήσεις τον νεαρό εραστή της, με αποτέλεσμα να εξαναγκαστεί σε παύση 6 εβδομάδων (!)  ο σύζυγός της Πήτερ Ρόμπινσον.
Η δεύτερη είδηση αναφέρεται στον φονικό σεισμό της Αϊτής, ενώ η τρίτη στην δολοφονία του Κυπρίου εκδότη Άντη Χατζηκωνσταντή. Τέλος, η τέταρτη είδηση έχει σχέση με τον εριστικό και αμφιλεγόμενο διεθνή ποδοσφαιριστή Ντιέγκο Μαραντόνα.

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2010

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ





Αγαπητοί αναγνώστες αυτής της ιστοσελίδας,
Επειδή ως Έλλην πολίτης ζω εντός της κοινωνίας και δεν λειτουργώ "εν κενώ", λόγω των σημαντικότατων εξελίξεων που σημειώθηκαν (και συνεχίζουν να σημειώνονται) το τελευταίο χρονικό διάστημα, αισθάνθηκα υποχρεωμένος να πάρω θέση σε ζητήματα που απασχολούν πολλούς συνέλληνες, οι οποίοι ενδιαφέρονται και ανησυχούν για το μέλλον αυτής της χώρας.
Θεωρώ ότι η εποχή είναι κρίσιμη και απαιτείται ενημέρωση πέρα από τα καθοδηγούμενα ΜΜΕ και τους εξωνημένους δημοσιογραφίσκους, αλλά και τους ποικιλώνυμους και ποικιλόμορφους υπαλλήλους του συστήματος. Θα συνεχίσω λοιπόν να παρουσιάζω άρθρα, κριτικές, κείμενα κλπ που κρίνω ότι πρέπει να τύχουν ευρύτερης δημοσιότητας. Αυτό θα γίνεται πλέον μέσα από μια νέα ιστοσελίδα με τον τίτλο "ελληνικού ενδιαφέροντος..." http://hellenicinterest.blogspot.com/, ενώ αυτή η ιστοσελίδα θα επανέλθει στο παλιό της θεματολόγιο, με κείμενα και άρθρα Εθνολογίας, Γλωσσολογίας, Ιστορίας κλπ.

Δημήτρης Ε. Ευαγγελίδης

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2010

Κελτίβηρες


Σε συνέχεια της προηγούμενης ανάρτησής μας Ίβηρες, στην οποία περιγράψαμε τους αρχαίους λαούς της Ιβηρικής χερσονήσου, θα αναφερθούμε σήμερα στους Κελτίβηρες, έναν πολυάριθμο και πολεμοχαρή λαό της περιοχής. Σε επόμενη ανάρτηση θα αναφερθούμε στους Βάσκους, για να κλείσουμε αυτήν την σειρά αναρτήσεων. Αφορμή για τις αναρτήσεις αυτές υπήρξαν οι φαιδρές θεωρίες (βλ. σχετικά http://history-of-macedonia.com/wordpress/2010/01/02/rosetta-stone-skopianoi/) κάποιου ανεκδιήγητου Βάσκου "ερευνητή" για την καταγωγή των αρχαίων Μακεδόνων.
Δ.Ε.Ε.

Κελτίβηρες: Αρχαίος λαός της Ιβηρικής χερσονήσου που προέκυψε από την συγχώνευση του αυτόχθονος πληθυσμού της χώρας, ο οποίος αναφέρεται στις πηγές με την ονομασία Ίβηρες, με τα πρώτα κύματα των Κελτών εισβολέων, η άφιξη των οποίων (ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα στην Ιστορία της Ιβηρικής χερσονήσου), τοποθετείται στα τέλη της Εποχής του Ορειχάλκου (900/800 π.Χ.). Γύρω στα μέσα της 1ης χιλιετίας π.Χ. θα σημειωθεί η έναρξη των μαζικών εισβολών των κελτικών φύλων, προερχομένων από την σημερινή νότια Γαλλία, που θα υποτάξουν τους αυτόχθονες και θα εγκατασταθούν στο δυτικό και κεντρικό τμήμα της Ιβηρικής (βλ. C.A.H. Vol. II part 2, σελ. 765).
Η παλαιότερη αναφορά στους Κέλτες της Ιβηρικής χερσονήσου είναι αυτή του Ηροδότου (Β΄ 33 και Δ΄ 49), αλλά γίνεται εντελώς περιπτωσιακά και σε σχέση με τις πηγές του Δούναβη, τις οποίες ο Ηρόδοτος πίστευε ότι βρίσκονταν στα Πυρηναία, «στην χώρα των Κελτών». Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι παρατηρήσεις του, ότι οι «Κελτοί» βρίσκονται πέρα από τις στήλες του Ηρακλέους και ότι συνορεύουν με τους Κινησίους ή Κύνητες, τους οποίους θεωρούσε ως τον δυτικότερα εγκατεστημένο λαό της Ευρώπης, κάτι που έχει επιβεβαιωθεί από την νεώτερη έρευνα, που τους εντόπισε πράγματι στην σημερινή νότια Πορτογαλία (βλ. T.G.E. Powell: The Celts, London 1980, σελ. 13).
Οι Κελτίβηρες μνημονεύονται από τον Στράβωνα (Γ΄ ΙΙ. 11 και 15, IV. 12-14), ο οποίος αναφέρει αρκετές πληροφορίες για τα φύλα τους, τις πόλεις τους και το ότι σύμφωνα με τον Ποσειδώνιο (Φιλόσοφος και Ιστορικός του 2ου /1ου αιώνα π.Χ. από την Απάμεια της Συρίας), οι κάτοικοι ήσαν πλούσιοι παρ’ όλο που κατοικούσαν σε φτωχή χώρα. Χαρακτηριστικό είναι το σχόλιό του, ότι «…οι Κελτίβηρες είχαν θεωρηθεί από όλους ως οι πλέον θηριώδεις άνθρωποι…».
Σημαντικές πληροφορίες για τους Κελτίβηρες αναφέρει και ο Διόδωρος ο Σικελιώτης (Ε΄ 33-34), ο οποίος επικεντρώνεται κυρίως στις πολεμικές αρετές τους και στον στρατιωτικό τους εξοπλισμό, μνημονεύοντας και την αηδιαστική συνήθεια που έχουν (αναφέρεται και από τον Στράβωνα Γ΄ IV. 16), να λούζουν το σώμα τους με ούρα που συγκεντρώνουν σε δοχεία και να τρίβουν τα δόντια τους με αυτά, γιατί θεωρούν ότι αυτή είναι η σωστή φροντίδα! Η ονομασία Κελτίβηρες χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον σημαντικό Ιστορικό και Γεωγράφο Τίμαιο (περίπου 356-260 π.Χ.), από το Ταυρομένιο της Σικελίας. Οι αρχαίες πηγές πάντως έκαναν διάκριση μεταξύ των κατοίκων της Ιβηρικής χερσονήσου αναλόγως της περιοχής που διέμεναν σε σχέση με την Μεσόγειο θάλασσα, σε Παράλιους (Κοντινούς) (citeriores), που κατοικούσαν κοντά στις ακτές και στους Μακράν της ακτής (ulteriores), του εσωτερικού της χώρας. Οι αρχαίοι κάτοικοι της σημερινής Πορτογαλίας, ονομάζονταν σύμφωνα με τον Στέφανο Βυζάντιο Λουσιτανοί (Λυσιτανοί κατά τον Στράβωνα) και από ορισμένους συγγραφείς είχε υποστηριχθεί ότι ήσαν γνήσιοι Ίβηρες, αλλά υπάρχει η κατηγορηματική διευκρίνιση του Πλίνιου του πρεσβύτερου (23/24 – 79 μ.Χ.) ότι οι Λουσιτανοί ήσαν Κέλτες και ομιλούσαν Κελτικά.
Η Ιβηρική χερσόνησος θα κατακτηθεί αρχικά από τους Καρχηδονίους το 237 π.Χ. για γεωπολιτικούς λόγους στην διαμάχη τους με τους Ρωμαίους, ως αντιστάθμισμα της απώλειας της Σικελίας και των μεγαλονήσων Σαρδηνίας και Κορσικής, μετά τον Α΄ Καρχηδονιακό πόλεμο (264-241 π.Χ.). Οι Ρωμαίοι θα κατακτήσουν μετά από σκληρή προσπάθεια την Ιβηρική και τελικώς το 206 π.Χ. θα εκδιώξουν τους Καρχηδονίους. Μετά την λήξη του Β΄ Καρχηδονιακού πολέμου (218-201 π.Χ.), η Ιβηρική χερσόνησος θα διαιρεθεί το 197 π.Χ. σε δύο Επαρχίες, την παραλιακή «Κοντινή» Ισπανία (Hispania citerioris) και την «Μακρινή» Ισπανία (Hispania ulterioris) και θα επιβληθούν φόροι στους τοπικούς πληθυσμούς. Αυτή η φορολόγηση όμως θα αποβεί πηγή συνεχούς αναταραχής. Έτσι, το 196 π.Χ. θα ξεσηκωθούν οι Τουρδητανοί, ένα φύλο των Ιβήρων, που παρά την ήττα τους, θα συνεχίσουν με ανταρτοπόλεμο. Η Ρώμη θα αναγκασθεί να στείλει το 196 π.Χ. τον Ύπατο Μάρκο Πόρκιο Κάτωνα (Marcus Porcius Cato), ο οποίος θα χρειαστεί αρκετά χρόνια για να ειρηνεύσει πλήρως την χώρα.
Το 190 π.Χ. θα εξεγερθούν οι Λουσιτανοί (βλ. τις ενδιαφέρουσες πληροφορίες του Στράβωνος Γ΄ ΙΙΙ. 3-6 για τους κατοίκους και τις πολεμικές τακτικές τους), αλλά θα ηττηθούν τον ίδιο χρόνο και η περιοχή θα ειρηνεύσει προσωρινά.
Οι Ρωμαίοι θα στείλουν στρατεύματα το 179 π.Χ. στην «Κοντινή» Ισπανία εναντίον των Κελτιβήρων της περιοχής του ποταμού Έβρου (Ebro) και μετά από συνεχείς συγκρούσεις, η περιοχή θα ειρηνεύσει μόνο μετά από νέες συμφωνίες με τους τοπικούς φυλάρχους και την στρατολόγηση αρκετών ιθαγενών στον ρωμαϊκό στρατό. Το 154 π.Χ. θα σημειωθεί η μεγάλη εξέγερση των Λουσιτανών, οι οποίοι μάλιστα θα πραγματοποιήσουν πολλές επιδρομές έξω από την περιοχή τους, στην υπόλοιπη Ισπανία, πείθοντας μάλιστα και πολλά κελτιβηρικά φύλα της κεντρικής Ιβηρικής να ενωθούν μαζί τους εναντίον των Ρωμαίων. Ο πόλεμος θα κρατήσει μέχρι το 151 π.Χ. και οι Ρωμαίοι τελικώς θα επιβληθούν, εφαρμόζοντας τακτικές εξόντωσης του πληθυσμού με σφαγές και πώληση των υπολοίπων σε δουλεμπόρους. Περίφημος θα γίνει ο νεαρός ηγέτης των Λουσιτανών, ο Βιρίαθος (Viriathos), ο οποίος έχοντας επιζήσει των ρωμαϊκών αντιποίνων, θα ηγηθεί ενός συστηματικού ανταρτοπολέμου, συγκεντρώνοντας όσους είχαν επιζήσει από τον λαό του. Το 148 π.Χ. ο Ρωμαίος Κυβερνήτης της περιοχής θα χάσει την ζωή του μαζί με μεγάλο μέρος των στρατευμάτων του, μετά από μια σοβαρή ήττα. Το 141 π.Χ. ο Ρωμαίος Ύπατος που είχε σταλεί να συντρίψει τους Λουσιτανούς, βρέθηκε περικυκλωμένος και αναγκάσθηκε να συνάψει μια ταπεινωτική συμφωνία με τον Βιρίαθο. Η Ρώμη θα επιβληθεί τελικώς το 140 π.Χ. με την δολοφονία του Βιρίαθου από κάποιους Λουσιτανούς φυλάρχους, τους οποίους είχε δωροδοκήσει αδρά. Οι Λουσιτανοί θα υποταχθούν οριστικά το 138 π.Χ. αλλά οι υπόλοιποι Κελτίβηρες θα συνεχίσουν να πολεμούν εναντίον των Ρωμαίων και το 136 π.Χ. θα καταστρέψουν ένα ρωμαϊκό στράτευμα, συλλαμβάνοντας περίπου 20.000 Ρωμαίους, οι οποίοι αναγκάσθηκαν να παραδοθούν.
Οι Κελτίβηρες θα υποταχθούν μόνον μετά την άλωση της Νουμαντίας (Numantia), που ήταν μια πραγματική πόλη-φρούριο και η οποία αποτελούσε το κέντρο της αντίστασής τους. Η Νουμαντία θα καταληφθεί το 133 π.Χ. μετα από μια πολύμηνη πολιορκία, που θα μείνει στην Ιστορία λόγω του γεγονότος ότι οι λιμοκτονούντες πολιορκημένοι κάτοικοι αναγκάσθηκαν να επιδοθούν σε καννιβαλισμό. Η πόλη θα πυρποληθεί και οι κάτοικοί της θα πωληθούν ως σκλάβοι. Αυτό υπήρξε και το ουσιαστικό τέλος των σκληρών πολέμων με τους Κελτίβηρες, οι οποίοι θα διατηρήσουν ένα είδος αυτονομίας κάτω από τοπικούς φυλάρχους, υπό την επικυριαρχία της Ρώμης.
Το 105 π.Χ. οι Κίμβροι με τους Τεύτονες συμμάχους τους (βλ. για λεπτομέρειες στα λήμματα Γαλάτες, Ρωμαίοι), έχοντας καταστρέψει τρεις ρωμαϊκές στρατιές και δηώσει την Γαλατία, θα στραφούν δυτικά και θα εισβάλουν στην Ιβηρική, όπου προφανώς αναζητούσουν περιοχή για να εγκατασταθούν. Μετά από δύο χρόνια αποτυχημένων προσπαθειών, θα εκδιωχθούν από τους κατοίκους της χερσονήσου, τους Κελτίβηρες, με την βοήθεια των Ρωμαίων. Το επόμενο σημαντικό κεφάλαιο στην Ιστορία της περιοχής, αποτελούν τα γεγονότα της διακυβέρνησης της χώρας από τον Ρωμαίο (Σαβίνο στην καταγωγή) Κυβερνήτη της Ισπανίας, Κόϊντο Σερτώριο (Quintus Sertorius, 171-73 π.Χ.), ο οποίος ανέλαβε την διοίκηση το 84/83 π.Χ.
Ο Σερτώριος ανήκε στην δημοκρατική παράταξη και είχε εμπλακεί στις κοινωνικές συγκρούσεις της Ρώμης της εποχής του. Εφάρμοσε τις αρχές του στην Ιβηρική, δημιουργώντας ένα είδος τοπικής ρωμαϊκής Γερουσίας και θα αποκτήσει την εμπιστοσύνη των κατοίκων. Το 82 π.Χ. ο διαβόητος ηγέτης των ολιγαρχικών Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας (Lucius Cornelius Sulla, 136-78 π.X.), θα καταλάβει την Ρώμη και θα αρχίσει εκτεταμένες προγραφές και εκτελέσεις των αντιπάλων του, έχοντας λάβει τον τίτλο του Δικτάτορα, έναν αρχαϊκό θεσμό που ανέσυρε και αναβίωσε από το παρελθόν και με αυτόν θα ασκήσει την απόλυτη εξουσία. Στον Σερτώριο θα καταφύγουν για να γλυτώσουν από τον Σύλλα πολλοί εξέχοντες Ρωμαίοι και η όλη κατάσταση θα τον οδηγήσει να τεθεί επί κεφαλής των εξεγερμένων και πάλι Λουσιτανών, ενώ θα ενωθούν μαζί του όλοι οι εξόριστοι Ρωμαίοι (που έφθασαν τις 20.000), οι Ρωμαίοι άποικοι της Ιβηρικής και πολλοί Κελτίβηρες φύλαρχοι. Ο Σερτώριος θα έχει τον πλήρη έλεγχο της χερσονήσου, από το 81 έως το 73 π.Χ. και θα αποκρούσει αρκετά εκστρατευτικά σώματα που έστειλε η Ρώμη εναντίον του.
Το 77 π.Χ. ο ικανότατος στρατηγός Πομπήϊος (Cnaeus Pompeius Magnus, 106-48 π.Χ.) θα σταλεί στην Ισπανία, αλλά δεν θα καταφέρει να επιτύχει θεαματικά αποτελέσματα εναντίον του Σερτώριου και θα αναγκασθεί να εφαρμόσει τακτική φθοράς. Τελικώς, το 73 π.Χ. ένας ασήμαντος υποδιοικητής του Σερτώριου, κάποιος Περπέννα (Perpenna), θα τον δολοφονήσει στην διάρκεια ενός συμποσίου. Ο Πομπήϊος δεν θα δυσκολευθεί τότε να συντρίψει τις δυνάμεις των οπαδών του Σερτώριου και ολόκληρη η Ιβηρική χερσόνησος σύντομα θα επανέλθει στην ρωμαϊκή Διοίκηση, την οποία θα αναλάβει το 68 π.Χ. ένας ανερχόμενος Ρωμαίος στρατιωτικός ηγέτης, ο μετέπειτα διάσημος Ιούλιος Καίσαρ, ο οποίος θα καταστείλει και τις τελευταίες εστίες αντιστάσεως, καταλαμβάνοντας το ορεινό φρούριο των Κελτιβήρων, το Βριγάντιον (Brigantium).
Η χώρα θα εκρωμαϊσθεί με γοργούς ρυθμούς από την εποχή του αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου (63 π.Χ.-14 μ.Χ.), οπότε η Λατινική γλώσσα θα διαδοθεί σε ολόκληρη την χερσόνησο και οι τοπικές γλώσσες βαθμιαία θα εξαφανισθούν (βλ. λεπτομέρειες για τα παραπάνω στο P. B. Ellis: The Celtic Empire 1990, σελ. 43-57).
Οι Κελτίβηρες ομιλούσαν αρχικά γλώσσες και διαλέκτους της λεγόμενης Γοϊδελικής ή Γαελικής ομάδας (βλ. σχετικά στο λήμμα Κέλτες), στην οποία ανήκει και η σημερινή Ιρλανδική γλώσσα. Μετά την εισβολή και την εγκατάσταση των κελτικών φύλων από την σημερινή νότια Γαλλία στα μέσα της 1ης χιλιετίας, όπως προαναφέραμε, οι παλαιότερες κελτικές γλώσσες θα αντικατασταθούν από γλώσσες και διαλέκτους της λεγόμενης Βρυθονικής ή Βριττονικής ομάδας, στην οποία ανήκε η εξαφανισθείσα Γαλατική και η σημερινή Ουαλλική γλώσσα (βλ. λεπτομέρειες για τα αρχαιολογικά και γλωσσολογικά δεδομένα στο Barry Cunliffe: The Ancient Celts 1997, σελ. 133-144).
Γνωρίζουμε ότι στην διάρκεια του 1ου αιώνα π.Χ. σε πολλά μέρη της Ισπανίας ομιλούσαν ακόμη μια κελτική γλώσσα, όπως βεβαιώνει ο Ρωμαίος Ιστορικός Τάκιτος (56/57-117 μ.Χ.), η αναφορά του οποίου είναι και η τελευταία ένδειξη για κελτικές επιβιώσεις στην χερσόνησο. Η ονομασία Κελτιβηρία φαίνεται ότι από τον 2ο αιώνα μ.Χ. αποτελούσε απλώς έναν αναχρονισμό, αφού η Κελτική γλώσσα και τα κελτικά πολιτιστικά στοιχεία είχαν πλέον χαθεί από την περιοχή.
Οι Κελτίβηρες χρησιμοποίησαν για την καταγραφή της γλώσσας τους την Ταρτησσο-Ιβηρική γραφή (βλ. λεπτομέρειες στο λήμμα Ίβηρες) και ειδικότερα την Βόρεια παραλλαγή της. Χρησιμοποιήθηκε για την γραφή όχι μόνον της μη-αριοευρωπαϊκής Ιβηρικής γλώσσας, αλλά και για την γραφή της αριοευρωπαϊκής Κελτιβηρικής γλώσσας από τον 2ο αιώνα π.Χ. (βλ. Εικόνα στην ανάρτηση Ίβηρες).


Κελτιβηρική επιγραφή

(Η εκτενέστερη επιγραφή της Κελτιβηρικής γλώσσας, γραμμένη στην Ταρτησσο-Ιβηρική γραφή. Ανακαλύφθηκε το 1970 στην Botorrita κοντά στην Σαραγόσα της Ισπανίας. Έχει χαραχθεί στις δύο πλευρές μιας ορειχάλκινης πλάκας και αποτελεί ένα είδος συμβολαίου σχετικό με την ιδιοκτησία γης – 1ος αιώνας π.Χ.)

Κλείνοντας το θέμα, θεωρούμε ότι πρέπει να διευκρινίσουμε μια εκλαϊκευμένη, αλλά και διαδεδομένη ευρύτατα αντίληψη, ότι στις περιοχές της ΒΔ Ισπανίας, τις σημερινές Επαρχίες της Γαλικίας (Galicia-Γκαλίθια) και Αστουρίας (Asturias-Αστούριας), εξακολουθούν να υπάρχουν Κέλτες. Οι αντιλήψεις αυτές προέρχονται προφανώς από το γεγονός ότι στην περιοχή είχαν ζήσει Κέλτες, τα υλικά κατάλοιπα των οποίων υπάρχουν ακόμα στις περιοχές αυτές, καθώς και από την ύπαρξη κάποιων λέξεων κελτικής προέλευσης στην Γαλικιανή (Galician, Gallegos-Γκαγιέγος), την επίσημα αναγνωρισμένη διάλεκτο του 80% περίπου των σημερινών κατοίκων. Βεβαίως, η Γαλικιανή, στενά συγγενής με την Πορτογαλική (ορισμένοι υποστηρίζουν ότι πρόκειται για διαλέκτους της ίδιας γλώσσας) ανήκει σαφέστατα στις λεγόμενες Ρωμανικές γλώσσες και διαλέκτους, που προέρχονται από την Λατινική, όπως η Ιταλική, η Γαλλική, η Ισπανική (Καστιλλιανική), η Πορτογαλική κ.λπ. και δεν έχει καμια σχέση με τις Κελτικές γλώσσες. Η λεγόμενη Πορτογαλο-Γαλικιανή αποσπάσθηκε από τον κοινό κορμό της «Λαϊκής» Λατινικής (Vulgar Latin) τον 11ο αιώνα π.Χ. και αποκρυσταλλώθηκε σε ξεχωριστή γλώσσα από τα Ισπανικά. Μετά το 1400 η Πορτογαλική και η Γαλικιανή άρχισαν να εξελίσσονται σε διαφορετικές γλώσσες (ή διαλέκτους).
Μια αξιόλογη ερμηνεία των προαναφερθέντων λαϊκών αντιλήψεων (βλ. P. B. Ellis: The Celtic Empire, ό.π. σελ. 56), υποστηρίζει ότι προήλθαν από το γεγονός ότι τον 5ο αιώνα μ.Χ. πολλοί Κέλτες από τα Βρεταννικά νησιά βρήκαν καταφύγιο, μεταξύ άλλων και στο ΒΔ άκρο της Ισπανίας, για να γλυτώσουν από τις ειδωλολατρικές ορδές των Αγγλο-Σαξώνων, που εκείνη την περίοδο μετανάστευσαν και εγκαταστάθηκαν στην Βρεταννία. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των Κελτών προσφύγων, εγκαταστάθηκε βεβαίως στην χερσόνησο της Αρμορικής, στην σημερινή ΒΔ Γαλλία, η οποία από τότε έγινε γνωστή ως Βρεττάνη (Brittany στα Αγγλικά, δηλ. μικρή Βρεταννία, Bretagne στα Γαλλικά). (*)
______________________
(*) Σύμφωνα όμως με τον John Davies: A History of Wales - 1993, σελ. 58, το πρώτο κύμα προσφύγων στην Βρεττάνη μεταξύ 460-480 μ.Χ. προερχόταν από τις περιοχές του Ντέβον και της Κορνουάλλης και προκλήθηκε από τις επιδρομές των Ιρλανδών στις δυτ. ακτές της Βρεταννίας.


Τα κελτικά φύλα από την νότιο Βρεταννία, που εγκαταστάθηκαν κυρίως στην περιοχή μεταξύ των σημερινών πόλεων Λούγκο-Lugo (ΒΑ Γαλικία) και Οβιέδο-Oviedo (Δυτική Αστουρία), είχαν ήδη ασπασθεί τον Χριστιανισμό και οι οικισμοί τους θα αποτελέσουν την Επισκοπή της Μπριτόνια (Britoña) δηλ. των Βρεταννών, η οποία το 567 μ.Χ. αναγνωρίσθηκε επισήμως από την Σύνοδο του Lugo. Οι κελτικοί οικισμοί θα ευημερήσουν και θα επεκταθούν στην ευρύτερη περιοχή, η οποία από το 137 π.Χ. (όταν κατακτήθηκε οριστικά από τα ρωμαϊκά στρατεύματα), είχε ονομασθεί από το κελτιβηρικό φύλο των Gallaeci που ζούσε εκεί, Γαλικία (Gallaecia), ονομασία που προέρχεται από την ίδια ρίζα με την ονομασία Γαλατία (Λεξικό Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα).
Οι κελτικοί αυτοί πληθυσμοί όμως, θα απορροφηθούν σύντομα και θα συγχωνευθούν με τους παλαιούς κατοίκους των περιοχών, με αποτέλεσμα να χάσουν σύντομα και την κελτική διάλεκτο που ομιλούσαν. Η Γαλικία θα αποτελέσει ανεξάρτητο Βασίλειο (410-585 μ.Χ.), κάτω από τους Σουήβους (βλ. λήμμα Αλανοί), μέχρι την κατάκτησή της και την υπαγωγή της στο Βησιγοτθικό Βασίλειο της Ισπανίας, το 585 μ.Χ. Η επισκοπική έδρα της Μπριτόνια θα διατηρηθεί πάντως μέχρι το 830 μ.Χ. οπότε η περιοχή θα λεηλατηθεί και θα καταστραφεί από τους Άραβες εισβολείς της Ιβηρικής χερσονήσου.
Συμπεραίνουμε λοιπόν, ότι οι ελάχιστες επιδράσεις στην Γαλικιανή διάλεκτο και τα κελτικά κατάλοιπα στην σημερινή Γαλικία και Αστουρία, προέρχονται από τους προαναφερθέντες Κέλτες πρόσφυγες της Βρεταννίας του 5ου αιώνα μ.Χ. και δεν έχουν σχέση με την περίοδο της κελτικής κυριαρχίας πριν από την ρωμαϊκή κατάκτηση της χώρας.

(Από το Λεξικό των Λαών του Αρχαίου Κόσμου  του Δημήτρη Ε. Ευαγγελίδη)

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2010

Η Ελλάδα της παρακμής



Από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της Κυριακής 17-1-2010 μεταφέρω το απαισιόδοξο, αλλά εξ ίσου αληθινό κείμενο του κ. Χρήστου Γιανναρά, που κατά την προσωπική μου άποψη πρέπει να διαβαστεί και να μας προβληματίσει όλους.
Δ.Ε.Ε.

Όμηροι αύξοντος πρωτογονισμού


Tου Χρήστου Γιανναρά

Κάτι έχει αλλάξει στη συμπεριφορά μας. Στη συμπεριφορά του μισού ελλαδικού πληθυσμού τουλάχιστον –δηλαδή των κατοίκων του λεκανοπεδίου– ίσως και ευρύτερα.
Οι αλλαγές στη συμπεριφορά συντελούνται «ανεπαισθήτως», δύσκολα τις εντοπίζουμε όσο «η πόλις μας ακολουθεί», όσο γυρνάμε «στους ίδιους δρόμους, στες ίδιες γειτονιές, στην κώχη τούτη τη μικρή». Πρέπει να συμβεί μια έστω και εφήμερη απομάκρυνση, μετάθεση στο τοπικά και τροπικά διαφορετικό, να είναι και τεταμένη η ευαισθησία, για να «αστράψει» ο νους, να δούμε την αλλαγή.
Στη συμπεριφορά αντανακλάται η νοο-τροπία (ο τρόπος του νοείν). Πρώτα αλλάζει ο τρόπος που καταλαβαίνουμε τη ζωή και τα πραγματικά της δεδομένα, και ύστερα προσαρμόζεται στην αλλαγή η συμπεριφορά αθέλητα, αντανακλαστικά. Και μοιάζει να υπάρχουν δύο κυρίως τρόποι συμπεριφοράς, δύο τρόποι να σκέφτεται και να ενεργεί ο άνθρωπος: Ο τρόπος της χρήσης και ο τρόπος της σχέσης. Ασφαλώς διαπλέκονται οι δύο τρόποι, συνυπάρχουν. Αλλά και διαβαθμίζεται η προτεραιότητα: της χρήσης ή της σχέσης – η διαβάθμιση κλιμακώνει τα επίπεδα της κατά κεφαλήν καλλιέργειας, τελικά και τη διαφοροποίηση των πολιτισμών.
Η προτεραιότητα της χρήσης δηλώνει προβάδισμα της ατομοκεντρικής ανάγκης: των ενορμήσεων αυτοσυντήρησης, κυριαρχίας, ηδονής. Βλέπω και αξιολογώ το κάθε τι γύρω μου, ανθρώπους και πράγματα, με πρώτιστο κριτήριο (ίσως ασυνείδητο) το πόσο χρήσιμα είναι για το άτομό μου, πόσο μπορούν να ικανοποιήσουν την ενστικτώδη ανάγκη μου για αυτεξασφάλιση, επιβολή, απόλαυση. Είμαι υποταγμένος (ανεπίγνωστα, δίχως λογικό έλεγχο) στην απρόσωπη φυσική ανάγκη, υποχείριο της ανάγκης, συμπεριφέρομαι με αντανακλαστικά καταναγκασμού στην ιδιοτέλεια. Η προτεραιότητα της σχέσης δηλώνει ελευθερία από την αναγκαιότητα της ορμής: Για να πετύχω σχέση, με κάποιον ή με κάτι, πρέπει να δεχθώ και να σεβαστώ την ετερότητά του: το γεγονός ότι είναι κάτι άλλο από προέκταση του εγώ μου, έχει τη δική του ύπαρξη, τις δικές του ανάγκες. Κατορθώνω σχέση, όταν ελεύθερα παρακάμπτω την ιδιοτέλειά μου, επειδή ο άλλος ή το άλλο με ενδιαφέρει ως αυτό που είναι και όχι επειδή εγώ το χρειάζομαι. Μόνο ελεύθερος από τις εγωκεντρικές μου ενστικτώδεις ενορμήσεις μπορώ να γνωρίσω πραγματικά την ετερότητα του άλλου, την έκπληξη της μοναδικότητάς του. Να ζήσω τη σχέση, να υπάρξω με την ελευθερία της σχέσης.
Υπήρξαν πολιτισμοί (συλλογικοί τρόποι του βίου) θεμελιωμένοι στην προτεραιότητα του αθλήματος της σχέσης, της κοινωνίας των σχέσεων. Τέτοιον πολιτισμό διαμόρφωσαν για πολλούς αιώνες οι Έλληνες. Σήμερα πανανθρώπινος πολιτισμός (τρόπος του βίου όλων μας) είναι η χρησιμοθηρία, ο ατομοκεντρισμός. Μοιάζει ακαταμάχητος, γιατί ευκολύνει και κολακεύει τα αντανακλαστικά της φύσης μας, τις ενστικτώδεις ενορμήσεις μας. Κάποιες κοινωνίες, με ντρεσάρισμα αιώνων στη χρησιμοθηρία, κατόρθωσαν να αξιολογήσουν χρηστικά και την ωφελιμότητα του ελέγχου των εγωκεντρικών ενορμήσεων: να εθιστούν στην ευγενική συμπεριφορά, στην πρόθυμη αλληλεξυπηρέτηση, στην πειθαρχία σε συμφωνημένες αρχές – οι Ελβετοί, οι Φινλανδοί, ίσως και άλλοι. Εμείς, οι Μετα-έλληνες, δεν κατορθώσαμε τέτοιαν εξημέρωση της χρησιμοθηρίας. Από τη στιγμή που απολακτίσαμε όσα στοιχεία ελληνικής ταυτότητας έσωζε η λαϊκή μας παράδοση, υιοθετήσαμε την προτεραιότητα του ατομοκεντρισμού με αχαλίνωτο πρωτογονισμό. Όσο εξαλείφονται και τα ελάχιστα ίχνη (ψυχολογικής έστω, συναισθηματικής) ελληνικότητας, όσο «εκσυγχρονίζονται» τα σχολειά και ο δημόσιος λόγος από την ακκιζόμενη ψυχανωμαλία των «αποδομιστών» και εθνομηδενιστών, τόσο πιο ασυγκράτητοι γινόμαστε σε χυδαιότητα συμπεριφοράς, σε κτηνώδη ιδιοτέλεια.
Από χρόνο σε χρόνο γίνεται πιο φανερή, αλλά και πιο αυτονόητη η κυριαρχία του νόμου της ζούγκλας: το δίκιο του ισχυρότερου, η καταξίωση του εκβιαστή, η αποτελεσματικότητα της θρασύτητας. Νόμος είναι ο τσαμπουκάς του διαδηλωτή, το εμπεδωμένουν τα σκολιαρόπαιδα οργανωμένα σε «μαθητικό κίνημα» (!) πριν ακόμη ξετρίψουν στην ανάγνωση και στη γραφή. Η «κατάληψη», ο αποκλεισμός των δρόμων είναι στο σημερινό Ελλαδιστάν η αυτονόητη μορφή «λαϊκής πάλης», δηλαδή ο κτηνώδης εγωισμός των αδίστακτων που εξουσιάζουν βασανίζοντας τους πολλούς.
«Ανεπαισθήτως» αυτός ο πρωτογονισμός της ζούγκλας γίνεται κανόνας γενικής συμπεριφοράς: Ο Μετα-έλληνας οδηγεί, παρκάρει, εισορμά στο λεωφορείο ή στο μετρό, συνωστίζεται μπροστά σε θυρίδες ή γκισέ, με την αφομοιωμένη πεποίθηση ότι αυτός και μόνο υπάρχει επί της γης, μπροστά στο εγώ του πρέπει να παραμερίζουν όλοι. Είναι ο ευφυέστερος, οι άλλοι όλοι «κορόιδα» – δεν μοιάζει να υπάρχουν καν ποινές για τροχαίες παραβάσεις υπεροπτικής αναίδειας.
Καταλαβαίνουμε τη ζωή και τη συνύπαρξη με κατηγορίες εξουσίας: πόση ισχύ επιβολής διαθέτουμε. Δεν μετράνε οι σχέσεις που κατορθώσαμε, η χαρά της προσφοράς, η ποιότητα η σαρκωμένη στην ανιδιοτέλεια. Ο αναιδής, ο αδίστακτος ισχυρός, είναι στο Ελλαδιστάν ατιμώρητος. Τιμωρήθηκε ποτέ πολιτικός ή συνδικαλιστής ακόμα και για κατάφωρα κοινωνικά εγκλήματα; Και όταν υπάρχουν κάποιοι που απολαμβάνουν «δικαίωμα» ατιμωρησίας, κάθε άλλος με στοιχειώδη συνέπεια στο «κοινωνικό συμβόλαιο» συμπεραίνει ότι αποδείχνεται απερίφραστα βλαξ.
Ο ραγδαία συντελούμενος εκβαρβαρισμός των συμπεριφορών στην ελλαδική κοινωνία σήμερα είναι πρόβλημα κυρίως (αν όχι αποκλειστικά) πολιτικό. Δεν έχουμε άλλον τρόπο να αντιμετωπίσουμε νοσηρά κοινωνικά συμπτώματα παρά μόνο τους θεσμούς, δηλαδή την πολιτική. Η ηθικολογία είναι τόσο ανεπαρκής, ώστε η επίκλησή της να καταντάει απάτη. Μόνο με θεσμικά μέτρα τιθασεύεται, παντού και πάντοτε, η αλογία της αντικοινωνικής συμπεριφοράς, ο κτηνώδης εγωκεντρισμός.
Το πολιτικό σκηνικό της μεταπολίτευσης παρήγαγε όχι μόνο το θεσμικό πλαίσιο της ατιμωρησίας κοινωνικών εγκλημάτων, όχι μόνο το «κλίμα» αυτονόητης συλλογικής δουλοφροσύνης απέναντι στη φασιστοειδή ιταμότητα, αλλά και την εμφατική προβολή και ψυχολογική επιβολή του ανθρωπολογικού τύπου μιας θελημένα προκλητικής, ανεξέλεγκτης αναίδειας. Συμβολικές φιγούρες του παλιμβαρβαρικού ήθους αυτής της περιόδου, καταλύτες για την καθολική επιβολή νομιμοποίησης και εξωραϊσμού της χυδαιότητας, είναι κάποιοι κορυφαίοι του λαϊκισμού πολιτικοί, κάποιοι τηλεπαρουσιαστές, τιμητές τάχα παρεκτροπών και αυθαιρεσίας. Γράφουν ιστορία ντροπιαστικής παρακμής. Και επιμένουν θριαμβικά απτόητοι, πλεονεκτικοί σε φήμη, εξουσία, χρήμα.
Όταν η «δημοκρατία» ταυτίζεται με την καταξίωση αντικοινωνικών συμπεριφορών, την τυραννία του νόμου της ζούγκλας, σε ποιο πολίτευμα να προσβλέψουν οι όμηροι πολίτες;

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2010

Ελλάδα-Τουρκία


Ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο για την Οικονομία της εξ ανατολών γείτονος δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο "Κεφάλαιο" της 9ης Ιανουαρίου 2010. Αξίζει να διαβαστεί προσεκτικά και είμαι βέβαιος ότι θα γίνουν οι σχετικοί συνειρμοί.
Δ.Ε.Ε.
*
*
Τουρκία: Από το ναδίρ στο ζενίθ µέσα σε µία δεκαετία
Του Κώστα Ράπτη
*
Τo 2001 αντιµετωπιζόταν διεθνώς ως η «επόµενη Αργεντινή» και προσέφευγε στο Διεθνές Νοµισµατικό Ταµείο για να αποφύγει την κατάρρευση. Το 2009 είχε σκαρφαλώσει από την 26η στην 17η θέση µεταξύ των µεγαλύτερων οικονοµιών του κόσµου, µε φιλοδοξίες για ακόµη καλύτερες επιδόσεις. Αν υπάρχει µία λέξη η οποία να συµπυκνώνει όσα διαδραµατίζονται στην οικονοµία της γείτονος Τουρκίας, αυτή είναι αναµφίβολα η λέξη «δυναµισµός».Στο τηλεοπτικό µήνυµά του για την έλευση του νέου έτους, ο Τούρκος πρωθυπουργός δεν έκρυβε την ικανοποίησή του:
«Σύµφωνα µε τις εκτιµήσεις του ΟΟΣΑ, η Τουρκία θα είναι το 2010 η δεύτερη, µετά τη Νότια Κορέα, ταχύτερα αναπτυσσόµενη οικονοµία, επί συνόλου 30 εξεταζόµενων χωρών, ενώ το 2011 θα είναι η υπ’ αριθµόν ένα ταχύτερα αναπτυσσόµενη οικονοµία. Πιστεύω πως η Τουρκία το νέο έτος θα ακούει το όνοµά της να µνηµονεύεται συχνότερα».
«Οπωσδήποτε αντιµετωπίσαµε προβλήµατα λόγω της κρίσης. Όµως η τουρκική οικονοµία δεν βίωσε τα καταστροφικά φαινόµενα που είδαν πολλοί οικονοµικοί γίγαντες ανά τον κόσµο», πρόσθεσε ο Τούρκος πρωθυπουργός αποδίδοντας το γεγονός στις «στέρεες βάσεις» που έθεσε η επταετής διακυβέρνηση της χώρας από το κόµµα του και επικαλούµενος δείκτες όπως ο περιορισµός του πληθωρισµού σε µονοψήφιους αριθµούς ή ο µέσος ρυθµός ανάπτυξης της περιόδου.
Την προηγουµενη, ο Ταγίπ Ερντογάν ανακοίνωνε στο κόµµα του ότι η Τουρκία είχε επιτύχει, έπειτα από µακρά διαπραγµάτευση, τη σύναψη µε τους δικούς της όρους µιας νέας διετούς συµφωνίας µε το ΔΝΤ, σε αντικατάσταση εκείνης που εξέπνευσε το Μάιο του 2008 και είχε ύψος 10 δισ. δολαρίων. Ωστόσο, όταν τον περασµένο Οκτώβριο η Κωνσταντινούπολη γινόταν η µόνη πόλη στα χρονικά που φιλοξενούσε για δεύτερη φορά τη σύνοδο του ΔΝΤ και της Παγκόσµιας Τράπεζας, το κυρίαρχο κλίµα ήταν ότι για πρώτη φορά έπειτα από µισό αιώνα η Τουρκία ήταν σε θέση να αποδεσµευτεί από τη διεθνή βοήθεια (και κηδεµονία).
«Δεν χρειαζόµαστε πια την πατερίτσα του ΔΝΤ», υπερηφανευόταν -κάπως πρόωρα- ο Ερντογάν, ενώ ο υπουργός Οικονοµίας Αλί Μπαµπατζάν δήλωνε στη σύνοδο ότι η Τουρκία θα είναι από τις πρώτες χώρες που θα εγκαταλείψουν την πολιτική χρηµατοπιστωτικής τόνωσης και δεσµευόταν για µείωση του δηµοσιονοµικού ελλείµµατος από 6,6% σε 4% το 2011.
Η θεαµατική έξοδος της Τουρκίας από την οικονοµική κακοδαιµονία στηρίχτηκε κατ΄ αρχήν σε κινήσεις όπως η θέσπιση της νέας λίρας το 2005, οι εκτεταµένες ιδιωτικοποιήσεις και η πολιτική των χαµηλών επιτοκίων. Το µεγαλυτερο µυστικο της όµως υπήρξε κυρίως πολιτικό, όπως πολιτικές είναι και οι προκλήσεις που αυτή αντιµετωπίζει στο τωρινό σταυροδρόµι. Η καθοδήγηση από το ΔΝΤ, η προώθηση της ενταξιακής πορείας στην Ε.Ε., οι θεσµικές µεταρρυθµίσεις στην κατεύθυνση της ενίσχυσης του κοινοβουλευτισµού και της ενσωµάτωσης της κουρδικής µειονότητας ήταν οι παράγοντες που δηµιούργησαν κλίµα πολιτικής σταθερότητας και εµπιστοσύνης στην τουρκική οικονοµία. Αντιστρόφως όµως, αυτές τις µέρες η αναζωπύρωση του κουρδικού προβλήµατος (µε τις βίαιες διαδηλώσεις που ξεσήκωσε η δικαστική απαγόρευση του Κόµµατος Ανοιχτής Κοινωνίας), ο νέος γύρος αντιπαραθέσεων µε το στρατό (που αποκορυφώθηκε µε τις νέες αποκαλύψεις ότι παρακλάδια του δικτύου Εργκένεκον σχεδίαζαν τη δολοφονία του αντιπροέδρου της κυβέρνησης), αλλά και η υποχώρηση της προοπτικής ένταξης στην Ε.Ε. διαµορφώνουν ένα περιβάλλον περισσότερο ρευστό, που θα θέσει σε δοκιµασία κατά το 2010 τις τουρκικές οικονοµικές φιλοδοξίες.
*
Πολλά τα deals
Δυναµική επιστροφή στη διεθνή επιχειρηµατική σκηνή
Τα ανοίγµατα της κυβέρνησης Ερντογάν οδηγούν σε οικονοµική διείσδυση, σε µια περιοχή από την οποία είχε αποκοπεί για περίπου έναν αιώνα. Τα διαφοροποιηµένα χαρακτηριστικά της τουρκικής οικονοµίας εξηγούν σε µεγάλο βαθµό και τις αλλαγές που σηµειώθηκαν την προηγούµενη δεκαετία στην εσωτερική και εξωτερική της πολιτική. Ο οικονοµικός δυναµισµός της πρόσφατης περιόδου συνδέεται εν πολλοίς µε τους λεγόµενους «Τίγρεις της Ανατολίας», τις εξαγωγικού προσανατολισµού µικροµεσαίες επιχειρήσεις (συχνά µε οικογενειακή βάση) που ανθούν στην τουρκική ενδοχώρα και έρχονται να εκθρονίσουν τα «παλιά τζάκια» της Κωνσταντινούπολης, που συνδέονταν µε το παλαιότερο «εθνικο-αναπτυξιακό» µοντέλο και, πολιτικά, µε το «κεµαλικό κατεστηµένο». Στο Κόµµα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ταγίπ Ερντογάν αυτά τα ανερχόµενα στρώµατα της Ανατολίας βρήκαν τον εκφραστή των συντηρητικών αξιών τους αλλά και των εξωστρεφών φιλοδοξιών τους. Αντίθετα, ο τουρκικός στρατός βρέθηκε να δίνει µάχη οπισθοφυλακής για τη διατήρηση όχι µόνο του πολιτικού του ρόλου, αλλά και των οικονοµικών συµφερόντων που ενσαρκώνουν οι πολύπλευρες δραστηριότητες του Μετοχικού Ταµείου του (OYAK).
Αντίστοιχα, στον εκτός των συνόρων χώρο, τα µεσανατολικά ανοίγµατα της κυβέρνησης Ερντογάν λιγότερο αφορούν τις νέες «ισλαµικές ευαισθησίες» της Άγκυρας και περισσότερο την οικονοµική της διείσδυση σε µια «οθωµανική ενδοχώρα», από την οποία είχε αποκοπεί για περίπου έναν αιώνα. Ο όγκος των τουρκικών εξαγωγών στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική επταπλασιάστηκε µέσα σε µόλις µία επταετία για να φθάσει τα 31 δισ. δολάρια το 2008. Τουρκικές κατασκευαστικές εταιρείες αναλαµβάνουν έργα από την Αίγυπτο (νέο αεροδρόµιο του Καΐρου) και την Αλγερία ή το Κατάρ µέχρι το ιρακινό Κουρδιστάν, ενώ τον περασµένο Οκτώβριο τουρκικές κυβερνητικές αντιπροσωπείες υπέγραψαν 48 συµφωνίες συνεργασίας µε το Ιράκ και άλλες 40 µε την άλλοτε αντίπαλο Συρία. Παροµοίως, η φιλοδοξία ανάδειξης της Τουρκίας σε κόµβο µεταφοράς ενέργειας (αγωγοί Nabucco, BTC, Blue Stream κ.τ.λ.) οδηγεί ακόµη και στην εξοµάλυνση εξαιρετικά επιβαρυµένων σχέσεων, όπως αυτές µε την Αρµενία…