Δεν έχεις, Όλυμπε, θεούς, μηδέ λεβέντες η Όσσα, ραγιάδες έχεις, μάννα γη, σκυφτούς για το χαράτσι, κούφιοι και οκνοί καταφρονούν τη θεία τραχιά σου γλώσσα, των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι…
(Κωστής Παλαμάς)

Κυριακή 9 Ιουλίου 2017

Για το βιβλίο της Ρόμπου ή ο κύκλος των χαμένων εθνοφοβικών (2)


Για το βιβλίο της Ρόμπου ή 
ο κύκλος  των χαμένων εθνοφοβικών (2)


               Η «μεταμοντέρνα» επίθεση 

στην συλλογική μας μνήμη συνεχίζεται…


Δημήτρης Ε. Ευαγγελίδης

Πριν ασχοληθούμε με αυτά που αναφέρονται στην Εισαγωγή και στο  κυρίως μέρος του βιβλίου «Επιτηρούμενες ζωές - Μουσική, χορός και διαμόρφωση της υποκειμενικότητας στη Μακεδονία» της Μαρίκας Ρόμπου-Λεβίδη, κρίνω απαραίτητη την παράθεση ορισμένων πληροφοριών ώστε να γίνουν ευκολότερα αντιληπτά τα όσα θα αναφερθούν στην συνέχεια γύρω από τον ψευδο-επιστημονικό1 κλάδο της «Κοινωνικής Ανθρωπολογίας».

Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 (μιας από τις πλέον συγκλονιστικές και ανατρεπτικές δεκαετίες του 20ου αιώνα), ένα από πλέον δημοφιλή κινήματα υπήρξε αυτό που πυροδοτήθηκε από το συγκλονιστικό και πρωτοποριακό βιβλίο της Ραίητσελ Κάρσον «Σιωπηλή Άνοιξη»2 για την προστασία του περιβάλλοντος και την Οικολογία, που γέννησε με την σειρά του κινήσεις του τύπου «επιστροφή στην φύση», τους χίππηδες κλπ. Ήταν αναμενόμενο να εμπλακούν στην όλη υπόθεση και οι κοινωνικοί ανθρωπολόγοι της εποχής, για να αποδείξουν την «κοινωνική ευαισθησία» τους, αλλά κυρίως την χρησιμότητά τους, διατυπώνοντας απίθανες θεωρίες με σαφή πολιτικο-ιδεολογικά κίνητρα, που επικρίθηκαν δριμύτατα. Η χαριστική βολή όμως στις πλέον ακραίες μορφές τους, δόθηκε από τον Βρετανό Ζωολόγο – Ηθολόγο Ντέσμοντ Μόρρις (Desmond Morris), με το πολύκροτο βιβλίο του «Ο γυμνός πίθηκος».3
________________________

  1. Χρησιμοποιώ αυτόν τον χαρακτηρισμό όντας πεπεισμένος από σχετικές επιστημολογικές αναλύσεις που έχω υπ’ όψιν και οι οποίες αναφέρονται σε ορισμένους κλάδους που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «επιστημονικοί» μόνον διαστέλλοντας και γενικεύοντας τον ορισμό του «επιστημονικού». Ως προς την Κοινωνική Ανθρωπολογία οι αλληλοσυγκρουόμενες θεωρίες, τα λογικά άλματα, η κατασκευή και υπερπαραγωγή ορισμών και νέων όρων προς χρήση των μελών του ιερατείου, η αδυναμία εξαγωγής αξιόπιστων και εφαρμόσιμων αποτελεσμάτων, τείνουν να απαξιώσουν και να οδηγήσουν τον συγκεκριμένο κλάδο σε πλήρη ανυποληψία. Ήδη, από πολλούς, η Κοινωνική Ανθρωπολογία (συχνά συγχέεται, πιθανόν σκόπιμα, με την Πολιτιστική Ανθρωπολογία) κατατάσσεται στις λεγόμενες «guessing arts» (τέχνες της μαντεψιάς) που εξυπηρετούν κυρίως πολιτικο-ιδεολογικές σκοπιμότητες και όχι την Επιστήμη. Προσωπικά θεωρώ ότι αποτελεί το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού που είναι γνωστό στην Φιλοσοφία ως «ετερογονία του σκοπού» δηλ. το ασύμπτωτο μεταξύ βούλησης και πραγματικότητας.  
  2. Rachel Carson  (1907-1964), “Silent Spring, 1962
3.      Desmond Morris: “The naked Ape”, (1967) που μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 1970.


Όπως υπονοεί και ο υπότιτλός του («Μια μελέτη για το Ζώο-Άνθρωπος»), το έργο αυτό αποτελεί μια διεισδυτική ματιά από έναν ειδικό επιστήμονα στα κίνητρα συμπεριφοράς των «γυμνών (=άτριχων) πιθήκων», όπως αποκαλεί το ανθρώπινο είδος ο συγγραφέας, σύμφωνα με τον οποίον οι ρίζες αυτών των κινήτρων ανάγονται στην γενετική κληρονομιά του εξελικτικού παρελθόντος του σύγχρονου, «πολιτισμένου», ανθρώπου.

Ο Ντέσμοντ Μόρρις με την καταλυτική και τεκμηριωμένη κριτική του κατέρριψε τις παρωχημένες και αντιεπιστημονικές αντιλήψεις των παλαιότερων ανθρωπολόγων, αλλά και όλων εκείνων των κοινωνιολόγων (κοινωνικών ανθρωπολόγων), που στερούμενοι παιδείας στην Βιολογία, την Γενετική, την Εθνολογία και την Φυσική Ανθρωπολογία, ανέπτυσσαν θεωρίες και υποθέσεις (στηριγμένοι αποκλειστικά σε ανθρωπολογικό και εθνογραφικό υλικό πρωτόγονων κοινωνιών χαμένων σε κάποια ζούγκλα ή σε ένα ασήμαντο νησί του Ειρηνικού Ωκεανού), οι οποίες, όχι μόνον δεν αποτελούσαν πανάκεια για τα προβλήματα των σύγχρονων κοινωνιών, αλλά ήσαν και καταγέλαστες σε τελική ανάλυση. Όπως ξεκαθάρισε αφοπλιστικά ο Ντ. Μόρρις:
«…Οι απλές φυλετικές ομάδες που επιβιώνουν μέχρι σήμερα δεν είναι πρωτόγονες, είναι αποτελματωμένες. Πραγματικές πρωτόγονες ομάδες δεν υπάρχουν πια εδώ και χιλιάδες χρόνιαΤα χαρακτηριστικά που μελέτησαν οι παλαιότεροι ανθρωπολόγοι σ’ αυτές τις φυλές μπορεί να είναι ακριβώς εκείνα που εμπόδισαν την πρόοδο των ομάδων που αναφέραμε. Είναι λοιπόν επικίνδυνο να χρησιμοποιήσουμε αυτές τις πληροφορίες σαν βάση για οποιοδήποτε γενικό διάγραμμα της συμπεριφοράς του είδους μας…» (Ντ. Μόρρις, ό.π. σελ. 12-13. Οι επισημάνσεις δικές μου).
Ένα άλλο σημείο που πρέπει να τονιστεί είναι ο καίριος και καθοριστικής σημασίας ρόλος που διαδραματίζει ο ερευνητής στην προσέγγιση λαογραφικών και κοινωνιολογικών ζητημάτων αναλόγως της emic ή etic οπτικής της έρευνάς του. Οι όροι αυτοί (παρ’ όλο που προέρχονται από ρίζες ελληνικών λέξεων), δυστυχώς δεν έχουν δόκιμες μεταφράσεις στην ελληνική γλώσσα. Δημιουργήθηκαν το 1954 από τον Αμερικανό γλωσσολόγο Κένεθ Πάικ (Kenneth Pike) από τους αντίστοιχους όρους της Γλωσσολογίας phonemic and phonetic και χρησιμοποιούνται σήμερα στην Ανθρωπολογία, Εθνολογία, Λαογραφία και στις κοινωνικές επιστήμες γενικότερα. Αναφέρονται στους δύο διαφορετικές προσεγγίσεις της έρευνας πεδίου και επομένως στις δύο διαφορετικές οπτικές που προκύπτουν.
Emic είναι η προσέγγιση/οπτική ενός μέλους «από τα μέσα» της κοινωνικής ομάδας η οποία διερευνάται, ενώ etic είναι η προσέγγιση/οπτική ενός παρατηρητή/ερευνητή «από τα έξω».4
Η έρευνα της Μ. Ρόμπου υπήρξε σαφέστατα μια etic προσέγγιση, από την σκοπιά δηλ. ενός εξωτερικού παρατηρητή, που αγνοούσε παντελώς τις ιδιαιτερότητες, την ιστορική διαδρομή, το γλωσσικό ιδίωμα, την νοοτροπία και τις λογικές των μελών της πληθυσμιακής ομάδας, με αποτέλεσμα να προκύψουν σοβαρότατα προβλήματα, στα οποία θα αναφερθούμε στο τέλος.
_________________________________

4. Βλ. σχετικά: EMICS AND ETICS: The Insider/Outsider Debate   http://www-01.sil.org/~headlandt/ee-intro.htm

Επί πλέον η εν λόγω δεν ήρθε στην περιοχή για ουσιαστική έρευνα, αλλά για να αποδείξει με την «έρευνά» της, τις δικές της ιδεοληψίες, τις προκαταλήψεις της, τις προσχηματισμένες ήδη αντιλήψεις της, αλλοιώνοντας και διαστρεβλώνοντας κατά το δοκούν τα όσα «κατέγραψε». Ακόμη και αν δεχθούμε ότι όλα αυτά τα διέπραξε καλοπροαίρετα, τότε και πάλι καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το όλο εγχείρημα είναι απορριπτέο επιστημονικά μια και η συγγραφέας υπέπεσε στην γνωστή πλάνη της Λογικής «Εν Αρχή Αιτείσθαι», αναφερόμενη και ως «petitio principii», υποκαθιστώντας με τα (αναπόδεικτα και προκατειλημμένα) συμπεράσματά της την υπόθεση που υποτίθεται ότι πρόκειται να ερευνήσει. Για να το εκφράσω με απλά λόγια είναι σαν κάποιος ερευνητής να δηλώνει ότι θα ερευνήσει το τι χρώμα έχουν οι κόκκινες πεταλούδες. Προφανώς κόκκινο! 

Βεβαίως, δεν πρέπει να αντιμετωπίζουμε με υπερβολική αυστηρότητα μια πρώην χορεύτρια του Βασιλικού Θεάτρου του Λονδίνου και να απαιτούμε να έχει μελετήσει Λογική, έναν από τους δυσκολότερους ομολογουμένως κλάδους της Φιλοσοφίας, όμως από την άλλη πλευρά δεν ανεχόμαστε την ξεδιάντροπη προπαγάνδα που επιχειρεί, θεωρώντας ότι στερούμαστε απλής λογικής και αγνοούμε το «τι παίζεται» γύρω μας με τις σκοπιμότητες διαφόρων κέντρων. 

Μετά από αυτές τις απαραίτητες πληροφορίες και διευκρινίσεις ας εξετάσουμε αυτά που αναφέρονται στην Εισαγωγή του βιβλίου. Γραμμένη, όπως και όλο το βιβλίο σε μια εποχή τεχνητής ευημερίας και πληθωρικής αισιοδοξίας, όπου μεσουρανούσαν οι παγκοσμιοποιητικές ιδεοπληξίες και η ενορχηστρωμένη προπαγάνδα των ΜΜΕ, αλλά και μεγάλης μερίδας ακαδημαϊκών που δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στις πλουσιοπάροχες επιχορηγήσεις διαφόρων ιδρυμάτων και οργανισμών, αποτυπώνει σε κάθε σελίδα τις εθνομηδενιστικές στοχεύσεις της «έρευνας», όπως και τα εθνοφοβικά σύνδρομα που την διακατέχουν.

Έτσι, στην σελ. 14 τονίζει «την οριακότητα που συνοδεύει την έννοια του εθνικού συνόρου»,  κατακεραυνώνει «τις θεωρητικές και πολιτικές προκείμενες του εθνικισμού, που σε μεγάλο βαθμό ευθύνονται για την δημιουργία και αναπαραγωγή του Μακεδονικού ζητήματος» και λίγο παρακάτω αναφέρεται στο «πέρασμα της Μακεδονίας από το προ-εθνικό στο εθνικό καθεστώς», εντελώς αυθαίρετα και αναπόδεικτα, χωρίς βέβαια να μπει τον κόπο να εξηγήσει πόθεν τεκμαίρονται όλες αυτές οι σοβαροφανείς αποφάνσεις*.  
Στην σελ. 22 παρομοίως καταγγέλλει «το ζοφερό καθεστώς επιτήρησης που σημάδεψε βαθιά το πολίτευμα της χώρας»! Αναρωτήθηκε άραγε η μεγάλη αυτή ερευνήτρια με τις «εμπεριστατωμένες και θεωρητικά εμβριθείς αναλύσεις» ποιοι υπήρξαν οι λόγοι (στρατιωτικοί, πολιτικοί, ιστορικοί) που υποχρέωσαν τις ελληνικές κυβερνήσεις να επιβάλουν την επιτήρηση των συνόρων; Μήπως έχει την εντύπωση ότι η Ελλάδα συνόρευε με την Ελβετία και την Σουηδία;
________________________________

* απόφανση = γνώμη που διατυπώνεται με την αξίωση ότι είναι αληθινή, ως δόγμα (λεξικά), αλλά και απόφαση δικαστηρίου (νομ.)

Είναι πάντως αποκαλυπτικά τα όσα γράφει στην σελίδα 31 όπου ομολογεί ότι «όπως συνέβη και στην Ελλάδα, έτσι και στη Βουλγαρία επιβλήθηκε από τα πάνω ένα […] καθεστώς επιτήρησης». Και τότε τι μας ζαλίζετε αγαπητή με καταγγελίες και δακρύβρεκτα περί «επιτηρούμενων ζωών» και τα παρόμοια; Προφανώς για την δημιουργία εντυπώσεων ή κάνω λάθος;
Ενδιάμεσα (σελ. 25) ήταν αδύνατο να αποφύγει και το επιβαλλόμενο «γλύψιμο» με την αναφορά στο «καταξιωμένο έργο της Jane K. Cowan» και είναι βέβαιον ότι οι αναγνώστες δεν θα μπορέσουν να αποφύγουν τα ειρωνικά χαμόγελα. Καταξιωμένο από ποιους; Από την διεθνή ακαδημαϊκή κοινότητα, από κάποιους παγκόσμιους Οργανισμούς, από τον Πάπα της Ρώμης, από ποιους τέλος πάντων; Μάλλον από τα μέλη του ιερατείου, τους «κολλητούς» και όσων προσδοκούν να συμπεριληφθούν σ’ αυτό, υποθέτω.
Όσο για το παραληρηματικό περί «εθνοτικά στιγματισμένων μουσικών οργάνων των ντόπιων», το αφήνω ασχολίαστο.
    Θα μπορούσα να συνεχίσω σελίδα-σελίδα με τα όσα φαιδρά, αναξιόπιστα, αλλά και εμπαθή εκθέτει στο κυρίως μέρος το βιβλίου, πιστεύω όμως ότι δεν έχει νόημα. Η εν λόγω «εμετρήθη, εζυγίσθη και ευρέθη ελλιπής». Είναι όχι μόνον ελλιπής επιστημονικά, αλλά η εμπάθειά της, οι προκαταλήψεις της και οι ιδεοπληξίες της την καθιστούν ιδιαίτερα προβληματική, αλλά και προσβλητική απέναντι των γηγενών Μακεδόνων, όταν μάλιστα παραθέτει φαιδρολογήματα ορισμένων ημιμαθών ή απλώς επιπόλαιων «ειδικών», όπως η περίπτωση κάποιου Reiss, Καθηγητή του Πανεπιστημίου της Λωζάνης, ο οποίος γράφει (σελ. 224) τα εξής εξωφρενικά: «…οι Μακεδόνες είναι το αποτέλεσμα των αλλεπάλληλων κατοχών που υπέστη αυτή η γη […] Του είναι αδιάφορο εάν είναι Βούλγαρος, Σέρβος ή Έλληνας…». Το τραγικό είναι ότι λίγες γραμμές παρακάτω η συγγραφέας διαπιστώνει ότι «προφανώς η θέση του Reiss δεν είναι ιδεολογικά ουδέτερη»!  Κλαυσίγελως!          

Κλείνω με ένα πραγματικό «μαργαριτάρι» που αν μη τι άλλο αποδεικνύει την πλήρη σύγχυση της συγγραφέως, που έχει ανακατέψει γεγονότα, ιστορικές αλληλουχίες, γεγονότα, πρόσωπα και πράγματα σε τρομακτικό βαθμό. Στην σελίδα 226 γράφει επί λέξει τα εξής απίστευτα: «…στον Εμφύλιο οι κάτοικοι δεν τάχθηκαν με τον ΕΛΑΣ αλλά υποστήριξαν τον Εθνικό Στρατό. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο ΕΛΑΣ έκαψε το χωριό για να εκδικηθεί τη στάση που κράτησαν οι κάτοικοί του στη διάρκεια της ένοπλης αναμέτρησης.»

Με απλά λόγια η εν λόγω προφανώς πιστεύει ότι ο Β΄ Π.Π. έγινε ΜΕΤΑ τον Εμφύλιο! Αυτό δεν προκύπτει από τα παραπάνω; Ή κάνω λάθος; 

Θα της πρότεινα λοιπόν ότι με τέτοια παιδαριώδη λάθη, προϊόντα κακοχωνεμένων μελετών και αναγνώσεων, θα ήταν προτιμότερο να συνεχίσει την καριέρα της ως χορεύτρια και να αφήσει στην άκρη ανθρωπολογίες, εθνογραφίες και τα «ενσώματα υποκείμενα», εάν δεν επιθυμεί να εκτεθεί περισσότερο.


(Συνεχίζεται στο 3ο και τελευταίο μέρος)   




Δεν υπάρχουν σχόλια: